Βιώσιμος τουρισμός και συμμετοχή πολιτών: Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας στην ανάπτυξη του μέλλοντος Γιώτα Μοσχοπουλίδου - DTN

Βιώσιμος Τουρισμός

Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη απαιτεί ενεργό συμμετοχή των κατοίκων, διαφάνεια στη διακυβέρνηση και συνεργασία όλων των τοπικών φορέων.

Ο τουρισμός αποτελεί, δίχως αμφιβολία, έναν από τους κύριους μοχλούς ανάπτυξης για πολλές περιοχές, προσφέροντας τόνωση της τοπικής οικονομίας, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και προβολή του πολιτιστικού και φυσικού πλούτου κάθε τόπου. Παρά τα σημαντικά οφέλη του, η τουριστική ανάπτυξη δεν συνοδεύεται πάντοτε από κοινωνική ισορροπία και περιβαλλοντική ευαισθησία. Αντιθέτως, σε αρκετές περιπτώσεις η οικονομική ευημερία συνυπάρχει με φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού, περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και σταδιακής αλλοίωσης της τοπικής ταυτότητας. Η προσήλωση σε βραχυπρόθεσμα κέρδη και η υιοθέτηση πολιτικών χωρίς ουσιαστική εμπλοκή των κατοίκων καταλήγουν συχνά σε αποσπασματικές, αναποτελεσματικές παρεμβάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η μετάβαση από έναν συγκεντρωτικό σχεδιασμό σε ένα περισσότερο συμμετοχικό και ανοιχτό μοντέλο διακυβέρνησης δεν είναι πλέον επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη. Όταν οι τοπικές κοινωνίες συμμετέχουν ενεργά στον σχεδιασμό και την υλοποίηση τουριστικών πολιτικών, δεν ενισχύεται μόνο η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων — εξασφαλίζεται επίσης η κοινωνική συνοχή, η διατήρηση των φυσικών πόρων και η βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου.

Η σχετική βιβλιογραφία επισημαίνει πως η ενεργή συμμετοχή των κατοίκων δεν συνιστά απλώς μια μορφή δημοκρατικής έκφρασης, αλλά αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία και βιωσιμότητα κάθε πολιτικής. Όταν οι πολίτες έχουν φωνή και ρόλο στη λήψη αποφάσεων, ενισχύεται το αίσθημα του “ανήκειν”, καλλιεργείται η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και προωθείται η συνεργασία μεταξύ τοπικών φορέων και κοινωνίας. Αντίθετα, η συστηματική απομάκρυνση των κατοίκων από τις διαδικασίες διαμόρφωσης στρατηγικών οδηγεί σε δυσπιστία, αποστασιοποίηση και, συχνά, σε ενεργή αντίδραση που μπορεί να εκτροχιάσει τη συλλογικά διαμορφωμένη προοπτική της περιοχής. Παρότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις υπερθεματίζουν τη σημασία της συμμετοχικότητας, η εφαρμογή της στην πράξη αποδεικνύεται συχνά επιφανειακή ή προσχηματική. Οι κάτοικοι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης, όχι ως ισότιμοι συνομιλητές, αλλά ως θεατές εκ των υστέρων, καλούμενοι να επιβεβαιώσουν προειλημμένες αποφάσεις. Η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι συνήθως ανεπαρκής, τα εργαλεία συμμετοχής περιορισμένα και τα θεσμικά κανάλια διάδρασης υπολειτουργούν ή απουσιάζουν εντελώς. Το έλλειμμα αυτό ενισχύει το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και διοίκησης, επιτείνοντας το αίσθημα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των τοπικών πληθυσμών.

Η σύγχρονη τεχνολογία διαμορφώνει πλέον νέα δεδομένα στη σχέση πολιτών και δημόσιας διοίκησης, δημιουργώντας ευκαιρίες για ουσιαστικότερη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ψηφιακές πλατφόρμες, εργαλεία ηλεκτρονικής διαβούλευσης και εφαρμογές συμμετοχής επιτρέπουν στους πολίτες να καταθέτουν απόψεις, να διατυπώνουν προτάσεις και να συμβάλλουν ενεργά στον σχεδιασμό πολιτικών, χωρίς γεωγραφικούς ή χρονικούς περιορισμούς. Παράλληλα, η αξιοποίηση τεχνολογιών όπως η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, η δυναμική των κοινωνικών δικτύων και οι μέθοδοι συλλογής πληροφορίας από τους ίδιους τους πολίτες (crowdsourcing), μετασχηματίζουν τη διαχείριση πληροφοριών σε μια πιο ανοικτή, διαφανή και τεκμηριωμένη διαδικασία. Αυτές οι καινοτομίες προσφέρουν σημαντικά εργαλεία για τη βελτίωση της τουριστικής διακυβέρνησης και την κατανόηση των αναγκών τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών.

Ωστόσο, η τεχνολογία δεν αποτελεί από μόνη της πανάκεια. Για να επιτύχει ο στόχος της ενίσχυσης της συμμετοχής, απαιτείται ο σχεδιασμός ψηφιακών εργαλείων που είναι κατανοητά, προσβάσιμα και ασφαλή για όλους. Η διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, η θεσμική αναγνώριση της αξίας της συμμετοχής και η δημιουργία πλαισίων ενσωμάτωσης της ψηφιακής συμμετοχής στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο είναι ουσιώδεις προϋποθέσεις. Η εμπειρία καταδεικνύει πως η ισορροπημένη συνύπαρξη ψηφιακών και παραδοσιακών μορφών διαβούλευσης – όπως οι δημόσιες συνελεύσεις, τα θεματικά εργαστήρια και οι τοπικές ομάδες διαλόγου — ενισχύει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων και διευρύνει τη δημοκρατική συμμετοχή. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι η συνεχής και έγκυρη ενημέρωση των πολιτών, η ουσιαστική αξιοποίηση των προτάσεών τους, καθώς και η ύπαρξη μηχανισμών ανατροφοδότησης που διατηρούν τον διάλογο ενεργό και ενδυναμώνουν την έννοια της συλλογικής ευθύνης.

Το πρόσφατο συνέδριο της Εταιρείας Ανδρίων Επιστημόνων με θέμα “Βιώσιμη Ανάπτυξη Τουρισμού στην Άνδρο” αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού διαλόγου για το μέλλον του νησιού. Η συνάντηση επιστημόνων, επαγγελματιών, θεσμικών φορέων και κατοίκων ανέδειξε την ανάγκη για έναν στρατηγικό σχεδιασμό που θα βασίζεται στις αρχές της συμμετοχικότητας, της διαφάνειας και της στήριξης της τοπικής κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια του συμμετοχικού εργαστηρίου “Τι Ανάπτυξη έχουμε, τι Ανάπτυξη θέλουμε – Τουρισμός και Βιωσιμότητα”, υπό την επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή κ. Ιωάννη Σπιλάνη, τέθηκαν επί τάπητος κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης, την περιβαλλοντική προστασία και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Έγινε εμφανές πως η επιδίωξη ενός ισορροπημένου τουριστικού μοντέλου απαιτεί συνδυασμό επιστημονικής τεκμηρίωσης και ενεργού εμπλοκής της τοπικής κοινωνίας.

Σε ερώτηση για τα κατάλληλα εργαλεία και μηχανισμούς που μπορούν να διασφαλίσουν τη συμμετοχή των κατοίκων στη λήψη αποφάσεων, ο κ. Σπιλάνης απάντησε με αναφορές τόσο σε διεθνή πρότυπα όσο και στην ελληνική εμπειρία. Όπως επεσήμανε, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (UNWTO) έχει θέσει ως βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη την ύπαρξη διαφανούς και συμμετοχικής διακυβέρνησης. Η εκπροσώπηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων και η αξιοποίηση τεκμηριωμένων δεδομένων αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους αυτής της προσέγγισης. Παράλληλα, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Βιώσιμου Τουρισμού (GSTC) αναγνωρίζει τη διακυβέρνηση ως κρίσιμο πεδίο αξιολόγησης της βιωσιμότητας ενός προορισμού.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο κ. Σπιλάνης, η εφαρμογή αυτών των αρχών στην Ελλάδα παραμένει προβληματική. Τα Εθνικά και Τοπικά Παρατηρητήρια Τουρισμού, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βασικά εργαλεία παρακολούθησης και αξιολόγησης, είτε δεν υφίστανται είτε υπολειτουργούν. Εξαίρεση αποτελεί το Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το οποίο έχει εκπονήσει αξιόλογες μελέτες. Η μετάβαση από τις παραδοσιακές Επιτροπές Τουριστικής Προβολής σε σύγχρονους και λειτουργικούς Φορείς Διαχείρισης Προορισμών, με διαφάνεια και θεσμική ευθύνη, εξελίσσεται με αργό ρυθμό, αφήνοντας ανεπίλυτα σημαντικά θέματα όπως η αντιμετώπιση της εποχικότητας, η ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας, η σύνδεση του τουρισμού με την πρωτογενή παραγωγή και η ενσωμάτωση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς στο τουριστικό προϊόν. Παρά τις αξιόλογες τοπικές πρωτοβουλίες, όπως το βραβευμένο δίκτυο μονοπατιών
Andros Routes, πολλές προσπάθειες παραμένουν κατακερματισμένες, χωρίς σταθερή υποστήριξη. Μικροί επιχειρηματίες, πολιτιστικοί και περιβαλλοντικοί σύλλογοι λειτουργούν πολλές φορές χωρίς συντονισμό ή θεσμική κάλυψη, γεγονός που περιορίζει τη συνολική τους αποτελεσματικότητα.

Ο κ. Σπιλάνης τόνισε την ανάγκη υιοθέτησης ενός μοντέλου συνεργασίας που θα βασίζεται στην αρχή της “πενταπλής έλικας” – δηλαδή τη σύμπραξη μεταξύ τοπικής αυτοδιοίκησης, επιχειρηματιών, κοινωνίας πολιτών, ακαδημαϊκής κοινότητας και εργαζομένων. Μόνο μέσα από αυτή τη λειτουργική διασύνδεση και σε ένα πλαίσιο θεσμικής υποστήριξης μπορεί να διασφαλιστεί μια τουριστική ανάπτυξη πραγματικά βιώσιμη, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και στις προκλήσεις της εποχής.

Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη δεν μπορεί να ιδωθεί ως ένα στενά τεχνικό ή διαχειριστικό ζήτημα. Αντιθέτως, αποτελεί μια σύνθετη και απαιτητική διαδικασία που προϋποθέτει τη συνεργασία, τη γνώση και την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων – από την τοπική αυτοδιοίκηση και τους επαγγελματίες του τουρισμού έως τους ίδιους τους πολίτες. Η επιτυχία της δεν εξαρτάται μόνο από σχεδιασμούς, δείκτες και στρατηγικές, αλλά κυρίως από τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας συμμετοχής, διαφάνειας και κοινού οράματος. Μόνο μέσα από τη διαρκή ενημέρωση, την ανοιχτή επικοινωνία και την ειλικρινή εμπλοκή της τοπικής κοινωνίας μπορεί να χαραχθεί μια πορεία ανάπτυξης που θα σέβεται τον τόπο, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ο τουρισμός μπορεί να μετατραπεί σε μοχλό κοινωνικής συνοχής, ενίσχυσης της τοπικής ταυτότητας και ενδυνάμωσης της περιβαλλοντικής συνείδησης.

Η ουσιαστική πρόοδος δεν πηγάζει μόνο από την ύπαρξη σχεδίων ή την ανάλυση δεδομένων, προκύπτει όταν οι άνθρωποι που ζουν και δραστηριοποιούνται σε έναν τόπο αισθανθούν ότι έχουν λόγο, ρόλο και ευθύνη. Η επένδυση στη γνώση, ο σταθερός διάλογος και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους θεσμούς και τους πολίτες συνιστούν το σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί ένα τουριστικό μέλλον βιώσιμο, ανθεκτικό και δίκαιο για όλους.

 

 

Η Άνδρος χαράζει πορεία προς τον βιώσιμο τουρισμό - Βίκυ Καραντζαβέλου

 

Βιώσιμη ανάπτυξη τουρισμού στην Άνδρο

Προορισμοί

Το συνέδριο της Εταιρείας Ανδρίων Επιστημόνων επιβεβαίωσε τη δέσμευση της Άνδρου σε μια νέα πορεία βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης.

Η πρώτη ημέρα του συνεδρίου της Εταιρείας Ανδρίων Επιστημόνων με θέμα «Βιώσιμη Ανάπτυξη Τουρισμού στην Άνδρο» επιβεβαίωσε ότι το νησί βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά το μέλλον του τουρισμού του. Η συμμετοχή επιστημόνων, επαγγελματιών, φορέων και πολιτών ανέδειξε τη διάθεση συνεργασίας και αναζήτησης κοινών λύσεων για μια πιο ισορροπημένη και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.

Το συνέδριο άνοιξε με το συμμετοχικό εργαστήριο “Τι Ανάπτυξη έχουμε, τι Ανάπτυξη θέλουμε – Τουρισμός και Βιωσιμότητα”, υπό την επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Ιωάννη Σπιλάνη. Μέσα από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων και ανοιχτή διαβούλευση, τέθηκαν στο τραπέζι ουσιαστικά ερωτήματα για το πώς μπορεί η Άνδρος να ενισχύσει την τουριστική της δραστηριότητα χωρίς να διακυβεύσει την περιβαλλοντική και κοινωνική της ισορροπία. Οι συμμετέχοντες αντάλλαξαν απόψεις και προτάσεις, δημιουργώντας έναν δυναμικό διάλογο που αποκάλυψε τόσο τις προκλήσεις όσο και τις προοπτικές του νησιού.

Ο κ. Σπιλάνης, στο πλαίσιο της παρέμβασής του, τόνισε χαρακτηριστικά:

«Από τις παρουσιάσεις των εκπροσώπων φορέων και των πολιτών επιβεβαιώθηκε για μια φορά ακόμη ο παραγωγικός, ο περιβαλλοντικός και ο πολιτιστικός πλούτος της Άνδρου, όπως συμβαίνει στη πλειοψηφία των νησιών. Πολλές δράσεις έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της ενδοχώρας μέσα από ένα πιστοποιημένο δίκτυο μονοπατιών εδώ και 15 χρόνια, ενώ πολλές άλλες δράσεις παραμένουν αποσπασματικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η ένταση της υποστήριξης της ανάγκης ανάδειξης της ταυτότητας του τόπου από τους νέους που με πάθος υπερασπίστηκαν αυτή την ανάγκη. Όμως οι τοπικές κοινωνίες έχουν ανάγκη από ολοκληρωμένο σχέδιο και στήριξη που, όπως φάνηκε από τη διαβούλευση, απουσιάζουν παντελώς. Στα χέρια των ανθρώπων του νησιού βρίσκονται οι πρωτοβουλίες που πρέπει να παρθούν. Το Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου δηλώνει παρόν στο κάλεσμα για επιστημονική στήριξη».

Η πρόεδρος της ΕΤΑΝΕΠ, Ελένη Σαλουβάρδου, άνοιξε τις εργασίες ευχαριστώντας τον Δήμο Άνδρου για την υποστήριξη και τους χορηγούς που συνέβαλαν στην επιτυχία του συνεδρίου. Στον εναρκτήριο χαιρετισμό της, η έπαρχος Άνδρου Άννα Βρεττού υπογράμμισε τη σημασία της πρωτοβουλίας, επισημαίνοντας πως η Άνδρος καλείται να βρει ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη διατήρηση του χαρακτήρα της.

Η Ελένη Πολίτου, γενική γραμματέας της Εταιρείας και πρώην διευθύντρια του ΕΟΤ, παρουσίασε ένα σύντομο ιστορικό της τουριστικής εξέλιξης του νησιού, φωτίζοντας τις φάσεις ανάπτυξης και τις κρίσιμες καμπές που διαμόρφωσαν τη σημερινή του εικόνα.

Η Όλγα Καραγιάννη, οικονομολόγος και διαχειρίστρια του Ερευνητικού Κέντρου Άνδρου, παρουσίασε το έργο του κέντρου και του δικτύου Andros Routes, επισημαίνοντας πως η ανάδειξη και πιστοποίηση των μονοπατιών του νησιού, σε σύνδεση με τον αγροτικό χώρο, αποτελούν ισχυρό μοχλό βιώσιμου τουρισμού. Παράλληλα, η Κυριακούλα Κονδυλάτου ανέδειξε τη συμβολή του Διεθνούς Φεστιβάλ Άνδρου στη διαμόρφωση μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας για τον προορισμό, φέρνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα που καταδεικνύουν τη δυναμική του πολιτισμού στην τουριστική προβολή.

Η συζήτηση εμπλουτίστηκε με την παρέμβαση της Κατερίνας Ρεμούνδου, η οποία ανέδειξε τη γαστρονομία ως στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς και αυθεντικής εμπειρίας για τον επισκέπτη, καθώς και των Βιργινίας Δούκισσας και Κατερίνας Τριδήμα, που έδωσαν έμφαση στη σύνδεση του τουρισμού με την τοπική παραγωγή.

Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση των Ειρήνης Σακελλάρη και Ειρήνης Πιττακίδου από τον Σύλλογο Γυναικών Άνδρου, για το Andros Cultural Paths, που συνδυάζει παράδοση, γαστρονομία, ιστορία και τέχνη σε ένα ενιαίο τουριστικό αφήγημα.

Η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου συνεχίστηκε με εξαιρετικό ενδιαφέρον και γόνιμο διάλογο. Παρόντες ήταν ο Δήμαρχος Άνδρου Θεοδόσης Σουσούδης, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης, καθώς και εκπρόσωποι της επιστημονικής και επιχειρηματικής κοινότητας.

Στον χαιρετισμό του, ο κ. Σουσούδης υπογράμμισε ότι «η Άνδρος δεν είναι μόνο φυσική ομορφιά, αλλά τόπος με ιστορία, πολιτισμό, παράδοση και ανθρώπους που εργάζονται και δημιουργούν». Επισήμανε τις προσπάθειες του Δήμου για αναβάθμιση των υποδομών, βελτίωση του οδικού δικτύου, ενίσχυση του πολιτισμού και του αθλητισμού, καθώς και την ανάγκη ο τουρισμός να συνυπάρχει δημιουργικά με την αγροτική παραγωγή και την τοπική οικονομία.

Η ημέρα περιλάμβανε εισηγήσεις υψηλού επιπέδου. Ο Δημήτρης Μπλούκος, εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού, παρουσίασε τις πολιτικές του Υπουργείου και τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, τονίζοντας ότι η βιώσιμη τουριστική μετάβαση αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση και ευκαιρία για νησιά όπως η Άνδρος. Η Μπέττυ Χατζηνικολάου αναφέρθηκε στις προκλήσεις του τουρισμού στις Κυκλάδες και στα όρια της φέρουσας ικανότητας των νησιών, επισημαίνοντας τη σημασία της αυθεντικότητας.

Ο Δρ. Μιλτιάδης Λάζογλου ανέλυσε τη σχέση του τουρισμού με τον χωρικό σχεδιασμό και τη δόμηση, υπογραμμίζοντας ότι η οριοθέτηση των οικισμών είναι κρίσιμη για την προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Ο επιχειρηματίας Νίκος Κουτσιάνας μίλησε διαδικτυακά για τις αγροτουριστικές δυνατότητες της Άνδρου, ενώ ο Γεώργιος Φιλιππίδης τόνισε τη συμπληρωματικότητα του τουρισμού και του πρωτογενούς τομέα.

Η θεματική των πολιτιστικών μνημείων παρουσιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Νίκο Βασιλόπουλο, ο οποίος ανέδειξε, μέσα από φωτογραφικό υλικό, τα μεσαιωνικά γεφύρια της Άνδρου ως «αγνοημένους θησαυρούς». Ο Δημήτρης Κοκκίνης μίλησε για τις προοπτικές της αναγεννητικής οικονομίας και της μπλε ανάπτυξης, ενώ ο Ευδόκιμος Φρεγκόγλου παρουσίασε το μοντέλο των DMMOs, προτείνοντας νέα σχήματα συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη διαχείριση προορισμών.

Ο Γιάννης Ρούσσος, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κυκλάδων, υπογράμμισε μέσω βίντεο τη σημασία της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης για τη βελτίωση της ποιότητας των τουριστικών υπηρεσιών.

Η ημέρα ολοκληρώθηκε με στρογγυλό τραπέζι, συντονισμένο από τον καθηγητή Ιωάννη Σπιλάνη, όπου συζητήθηκαν τρόποι ενίσχυσης της τουριστικής δραστηριότητας, επιμήκυνσης της περιόδου και βελτίωσης της διαχείρισης του προορισμού, με στόχο τα οφέλη του τουρισμού να επιστρέφουν στην τοπική κοινωνία με σεβασμό στο περιβάλλον.

Το συνέδριο έκλεισε με θετικό απολογισμό, αφήνοντας ένα αίσθημα ικανοποίησης για τον ουσιαστικό διάλογο και τη συνειδητοποίηση ότι η βιώσιμη ανάπτυξη τουρισμού στην Άνδρο απαιτεί συνέργειες, μακρόπνοο σχεδιασμό και ενεργή συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων.

 

Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού Ανοιχτή επιστολή στους επισκέπτες των νησιών: Τι θα θέλατε να δείτε επισκεπτόμενοι ένα ελληνικό νησί;

 

 Όταν σχεδιάζουμε τις διακοπές μας, το κίνητρο μας για το ταξίδι συνδέεται με το τι θα θέλαμε να κάνουμε. Φτιάχνουμε μια εικόνα και ψάχνουμε να βρούμε τον προορισμό που ταιριάζει στην εικόνα αυτή. Άλλες φορές έχουμε κάποιο απωθημένο. Η επίσκεψη στην Ελλάδα και ειδικά σε κάποια από τα νησιά της είναι συχνά ένας προαποφασισμένος προορισμός.

Όμως ποια είναι τα στοιχεία της εικόνας που έχουμε δημιουργήσει για τον προορισμό και τι θέλουμε να βιώσουμε; Μας αγγίζει το σλογκαν «ζήσε όπως οι ντόπιοι» ή μας προσελκύουν οι διαφημίσεις των πολυτελών ξενοδοχείων και κατοικιών με τις πισίνες που ενώνονται με τη θάλασσα; Θέλουμε να εξερευνήσουμε τη ταυτότητα του νησιού μέσα από τα τοπία του, τα μνημεία του, τους παραδοσιακούς του οικισμούς, τους μύθους και την ιστορία του, τις γεύσεις του, ή θέλουμε να ζήσουμε όπως στο σπίτι μας ή μήπως κοσμοπολίτικα;

Όποιοι τα έχετε ήδη επισκεφθεί είτε γιατί κατάγεστε από κάποιο από αυτά, είτε γιατί τα επισκεφθήκατε γοητευμένοι από τις διηγήσεις δημοσιογράφων, τα έργα συγγραφέων και καλλιτεχνών, τον κινηματογράφο, έχετε καλύτερη εικόνα για το τι να περιμένετε. Βέβαια εξαρτάται από πόσα χρόνια έχουν περάσει από το τελευταίο σας ταξίδι γιατί τα περισσότερα από τα νησιά έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.

Θα πείτε και τι μένει αναλλοίωτο; Επρεπε τα νησιά να μείνουν όπως εμφανίζονται στις carte postal της δεκαετίας του ’60  και του ‘70; Με τα μικρά φτωχικά σπιτάκια, τα μονοπάτια ή τους «νέους» χωμάτινους δρόμους, τα καλνερίμια μέσα στα χωριά, τις άδειες παραλίες και τα γραφικά ταβερνάκια πάνω στη παραλία με τους απόμαχους της ζωής να πίνουν το ούζο ή το κρασί τους και τα παιδιά να παίζουν στην άμμο;

Όχι βέβαια. Η εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να είναι ελκυστική για τον επισκέπτη των μερικών ημερών, αλλά όχι για τον κάτοικο. Για να παραμείνει στο νησί χρειάζεται μια δουλειά που να αποδίδει, υποδομές και υπηρεσίες υγείας, παιδείας, συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνίας, ψυχαγωγίας κλπ ανάλογες με αυτές της ηπειρωτικής χώρας. Ο τουρισμός είναι μια κινητήρια δραστηριότητα που έχει πολλαπλές επιδράσεις.

Καλά όλα αυτά θα πείτε, αλλά μέχρι που θα πάει αυτή η ανάπτυξη; Και κυρίως δεν θα μπορούσαν όλα να ακολουθούν τη κλίμακα και τα χαρακτηριστικά του νησιού; Δεν είναι αυτονόητο γιατί όπως είπαμε παραπάνω θέλουν και οι ντόπιοι να μας μοιάσουν. Αλλά το κυριότερο, εμείς ζητάμε οι τόποι να προσαρμοστούν σε αυτό που θέλουμε να ζήσουμε και δεν δεχόμαστε να προσαρμοστούμε σε αυτό που τους έκανε βιώσιμους εδώ και αρκετούς αιώνες. Ζητάμε γρήγορα πλοία γιατί δεν έχουμε χρόνο, μεγάλα σπίτια με τις ανέσεις των μεγαλουπόλεων ή των resort που είδαμε στη διαφήμιση με τα μεγάλα δωμάτια και τη πισίνα τους, ζητάμε «καλούς δρόμους» και θέσεις parking, ζητάμε να φάμε «κοσμοπολίτικα», ζητάμε, ζητάμε, ζητάμε όχι αυτό που είναι ο τόπος, αλλά αυτό που έχουμε ονειρευτεί.

Ζητάμε από τα νησιά ένα μοντέλο που δεν είναι βιώσιμο πλέον πουθενά στο πλανήτη, πόσο μάλλον στα μικρά νησιά με τους περιορισμένους πόρους και χώρο. Ζητάμε περισσότερο χώρο για σπίτι χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό σφραγίζει, τσιμεντώνει τη γη και μειώνει τη βιοποικιλότητα, περισσότερους δρόμους για να κινούμαστε γρήγορα με μηχανικό μέσο ακόμη και για μικρές αποστάσεις ενώ έχουμε έρθει να χαλαρώσουμε κάνοντας διακοπή από το τρόπο ζωής μας, περισσότερο νερό για τη πισίνα και το τζακούζι ενώ χρειάζεται να λειτουργεί ενεργοβόρα αφαλάτωση που θα το παράγει κλπ Θέλουμε περισσότερους πόρους και παράγουμε περισσότερα απόβλητα, ξεπερνώντας τη φέρουσα ικανότητα του. Ταυτόχρονα η συγκέντρωση πολλών επισκεπτών την ίδια περίοδο δημιουργεί συνωστισμό και δυσαρέσκεια στους ντόπιους που παρά τα έσοδα από τον τουρισμό, βλέπουν τη ποιότητα ζωής τους να μειώνεται και σε εμάς που δεν απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση που θα θέλαμε.

Η εξάπλωση τουριστικών resort και κατοικιών με τη περιγραφή που κάναμε, δημιούργημα ενός real estate που βιάζεται να πάρει τα χρήματα που επένδυσε στο πολλαπλάσιο αν είναι δυνατόν, βρίσκεται στον πυρήνα των αλλαγών που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια και αλλάζουν κρίσιμα χαρακτηριστικά των νησιών, αλλάζουν την ταυτότητα τους.  Ταυτόχρονα αυξάνουν τον αριθμό των επισκεπτών που μπορούν να βρίσκονται την ίδια στιγμή στο νησί, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τον υπερτουρισμό.

Σε πολλά από τα νησιά τα όρια δόμησης και φέρουσας ικανότητας έχουν ξεπεραστεί. Τα νησιά είναι περισσότερο ευάλωτα παρά ποτέ λόγω της τουριστικής μονοκαλλιέργειας και της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι που όμως είναι αποδεκτή αυτή η αλλαγή;    

Για να ζήσουμε όπως οι ντόπιοι χρειαζόμαστε πολύ λιγότερα. Χρειαζόμαστε έναν αργό και λιτό τουρισμό που να αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου - τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τη παραγωγική παράδοση- που έχουν αξιοποιηθεί μέσα από την εξειδικευμένη γνώση που έχουν οι νέοι εργαζόμενοι. Χρειαζόμαστε να γνωρίσουμε τον τόπο και τους ανθρώπους του μέσα από μοναδικές εμπειρίες αφιερώνοντας το χρόνο που απαιτείται. Χρειαζόμαστε έναν τουρισμό που θα βοηθάει τους ανθρώπους του τόπου να ζήσουν καλύτερα τώρα αλλά και να τον διατηρήσουν βιώσιμο και για το αύριο.

 

Γιάννης Σπιλάνης

Ομ. Καθηγητής

Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης ( https://llid.aegean.gr/)

Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου ( http://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/)

Τμήμα Περιβάλλοντος - Πανεπιστήμιο Αιγαίου

   

 

Ι. Σπιλάνης: Χωρίς αλλαγές στρατηγικής, ο τουρισμός δεν είναι βιώσιμος - Daily Travel News - Poadcast

Ι. Σπιλάνης: Χωρίς αλλαγές στρατηγικής, ο τουρισμός δεν είναι βιώσιμος

Γιώργος Διαμαντόπουλος

https://www.traveldailynews.gr/column/synenteyxi/i-spilanis-choris-allages-stratigikis-o-toyrismos-den-einai-viosimos/

Ο Ι. Σπιλάνης προειδοποιεί ότι ο τουρισμός δεν είναι βιώσιμος και απαιτείται αλλαγή στρατηγικής για ανάπτυξη και περιβάλλον.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού στις 27 Σεπτεμβρίου, ο κ. Ιωάννης Σπιλάνης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τόνισε ότι “το πρόβλημα του υπερτουρισμού δεν είναι μόνο θέμα ελληνικό. Ξέρουμε ότι οι διαμαρτυρίες, είτε στα αστικά κέντρα, όπως είναι η Βαρκελόνη, το Άμστερνταμ, η Βενετία, είναι υπαρκτές, αλλά ξεκίνησαν και στα νησιά, όπως οι Βαλεαρίδες και οι Κανάρια”.

Ο ίδιος επισήμανε ότι “ο τουρισμός που έχουμε δεν είναι βιώσιμος. Ο τουρισμός φέρνει μεγέθυνση, δεν είμαστε σίγουροι ότι φέρνει ανάπτυξη και πρέπει να κάνουμε ουσιαστικές αλλαγές”.

Αναφερόμενος στις πολιτικές τιμολόγησης, σημείωσε: “Δεν πρέπει να κάνουμε τον τουρισμό ακριβό ώστε να αποτρέψουμε τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες να ταξιδεύουν. Δεν θα πρέπει να επιστρέψουμε στον τουρισμό ελίτ του προπροηγούμενου αιώνα”.

Για τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, υπογράμμισε: “Ο τουρισμός παράγει περίπου το 10% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αν η απάντηση για μένα είναι slow tourism, αργός τουρισμός. Από μέση διάρκεια ταξιδιού 10,6 μέρες φτάσαμε σε 6,5, με αποτέλεσμα να έχουμε τις ίδιες διανυκτερεύσεις αλλά με πολύ περισσότερες αφίξεις”.

Ο καθηγητής επεσήμανε επίσης ότι “δεν γίνεται να ταξιδεύεις μόνο για selfies και να φεύγεις. Αυτό δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα κίνησης τοπικά και αυξάνει τον συνωστισμό στα κεντρικά σημεία κάθε προορισμού”.

Σχετικά με το μοντέλο ανάπτυξης, ανέφερε: “Με την ίδια συνταγή θα έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα. Η συζήτηση περί βιώσιμου τουρισμού και βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτει ανατροπή του τρόπου που παράγουμε τον τουρισμό και τον καταναλώνουμε”.

Στο θέμα της ταυτότητας, ο κ. Σπιλάνης δήλωσε: “Για να κρατήσω την ταυτότητά μου, δεν στοχεύω να την αλλοιώσω πλήρως. Γιατί το σούσι να είναι ιαπωνικό και να μην είναι σαρδέλα Μυτιλήνης, που για μένα είναι το ελληνικό σούσι; Γιατί να μην προωθούμε αυτά και να στηρίζεται πλέον ο τουρισμός σε εισαγόμενα προϊόντα αντί σε προϊόντα ονομασίας προέλευσης που αφήνουν περισσότερα χρήματα στους ντόπιους”.

Για το Αιγαίο, σημείωσε: “Όταν έχεις υπερτουρισμό έστω και για μία μέρα, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να σταματήσεις την αύξηση των κλινών. Η Σέριφος έχει υπερτουρισμό για 20-25 μέρες. Εάν συνεχίσουν να δημιουργούνται νέες κλίνες, η πίεση θα αυξάνεται. Πρέπει να βρούμε στρατηγικές ώστε να έρχεται κόσμος και στις άλλες περιόδους”.

Τέλος, επεσήμανε: “Πρώτα απ’ όλα, αυτό που αναδεικνύουν σε όλες τις διαβουλεύσεις οι κάτοικοι είναι η ευημερία των πολιτών και όχι των επιχειρήσεων. Όσο δεν κάθονται οι αρμόδιοι μαζί με την ακαδημαϊκή κοινότητα που έχει μελετήσει τα στοιχεία, δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρός σχεδιασμός. Ακόμη δεν έχουμε παρατηρητήριο τουρισμού στην Ελλάδα. Ένα DMMO, που με βάση τη γνώση χαράζει πολιτική, είναι απαραίτητο. Αν το αρνούμαστε αυτό, δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα”.

 

Νησιωτική Πολιτική: από την ευαλωτότητα στην ανθεκτικότητα - Εφημερίδα Εποχή (1)

 


Η δημογραφική και η παραγωγική συρρίκνωση ήταν οι κύριες επιπτώσεις που προκλήθηκαν από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας (μικρό μέγεθος, απομόνωση και περιφερειακότητα, μοναδικότητα και υψηλή ευθραυστότητα φυσικών και πολιτιστικών πόρων) υπό την πίεση του κυρίαρχου κατά τον 20ό αιώνα οικονομικού μοντέλου της μαζικής παραγωγής σε αστικά κέντρα, θέτοντάς τα σε ευάλωτη θέση.

Η τουριστική ανάπτυξη κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει αλλάξει την τάση, καθώς τα νησιά θεωρούνται παγκοσμίως πολύ ελκυστικά μέρη για επίσκεψη και τουρισμό. Δημιουργήθηκαν νέα εισοδήματα, πολλές φορές πολύ υψηλά, καθώς και νέες θέσεις εργασίας. Αυτή η εξέλιξη έχει δημιουργήσει νέες προκλήσεις και ένα άλλο είδος ευαλωτότητας με:

- Υψηλή κατανάλωση περιορισμένων φυσικών πόρων όπως η γη και το νερό, υψηλή παραγωγή αποβλήτων και υψηλή κατανάλωση ενέργειας.

- Υψηλή συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας (μονοκαλλιέργεια) σε έναν «ευαίσθητο» τομέα με χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή προστιθέμενη αξία και υψηλές διαρροές, καθώς η παραγωγή των άλλων τομέων (πχ. αγροτική) είναι περιορισμένη και συρρικνώνεται.

- Υψηλό επίπεδο εποχιακών και ανειδίκευτων θέσεων εργασίας που δεν προσελκύουν τους νέους να παραμείνουν στα νησιά όλο το χρόνο, ιδίως τους πιο ειδικευμένους.

- Υψηλό επίπεδο αρνητικών εξωτερικοτήτων που συνδέονται με την ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη στην ποιότητα ζωής της τοπικής κοινωνίας, καθώς το κόστος ζωής, η δυσκολία στέγασης, η συμφόρηση, ο θόρυβος, η πίεση στις υποδομές, τους φυσικούς πόρους και τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και στο ίδιο το τουριστικό προϊόν, καθώς μειώνεται η εμπειρία των τουριστών (υπερτουρισμός).

Οι παραπάνω προκλήσεις, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που θέτει η κλιματική αλλαγή - στα οποία είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα τα νησιά - πρέπει να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη συνολική πολιτική. Ο σημαντικότερος στόχος στα νησιά, όπως και σε κάθε μέρος στον κόσμο, είναι (α) να είναι ελκυστικά τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τις επιχειρήσεις και (β) να παραμένουν εντός των ορίων βιωσιμότητας. Με δεδομένα τα χαρακτηριστικά των νησιών, οι αρχές που πρέπει να διέπουν την ανάπτυξη τους για να είναι βιώσιμη είναι:

-          Ποιοτικά νησιά: παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας με βάση της αξιοποίηση των φυσικών, πολιτιστικών, παραγωγικών και θαλάσσιων πόρων ως αντιστάθμισμα του υψηλού κόστους παραγωγής

-          Πράσινα νησιά με αυστηρή χρήση και διαχείριση των πόρων με δεδομένη την ανεπάρκεια τους

-          Νησιά ίσων ευκαιριών: παροχή υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος ανάλογων με αυτές της ηπειρωτικής χώρας ώστε οι νησιώτες να μην είναι πολίτες δεύτερης ταχύτητας.

Σε προηγούμενες έρευνες του Εργαστηρίου Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχουν εντοπιστεί ως βασικά κριτήρια ελκυστικότητας:

-          Σε ότι αφορά στη διαβίωση: ποιότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, συχνότητα ταξιδιών, κανονικότητα της παροχής νερού, ευκαιρίες εργασίας, ποιότητα ζωής, ποιότητα εκπαιδευτικών υπηρεσιών, κανονικότητα του ενεργειακού εφοδιασμού, κόστος ταξιδιού, κόστος ζωής.

-          Σε ότι αφορά στις οικονομικές δραστηριότητες: συχνότητα ταξιδιών, οικονομικά κίνητρα, κανονικότητα της παροχής νερού, αναπτυξιακό όραμα των τοπικών αρχών, κανονικότητα του ενεργειακού κόστους, κόστος ταξιδιού, αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, παροχή εκπαιδευμένου ανθρώπινου κεφαλαίου, γη και κόστος κατασκευής.

Οι περισσότερες από τις προτεραιότητες, όπως εκφράστηκαν από τους νησιώτες και τους ειδικούς, εμπίπτουν στην αρχή των «νησιών ίσων ευκαιριών». Έτσι, μια προτεραιότητα δράσης για την ενίσχυση της ελκυστικότητας είναι η ικανοποίηση των παραπάνω αναγκών, ως προϋπόθεση. Η επέκταση του Μεταφορικού Ισοδύναμου σε Νησιωτικό Ισοδύναμο είναι απαραίτητη για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Η αναγέννηση και η διαφοροποίηση της οικονομίας είναι ακόμη πιο δύσκολο έργο. Η επιχειρηματικότητα πρέπει να επικεντρωθεί στην αρχή της «ποιότητας» με βάση τη βιώσιμη αξιοποίηση -και μη κατανάλωση- των πόρων που βρίσκονται σε σχετική αφθονία αλλά ταυτόχρονα έχουν μια μοναδικότητα (φύση, πολιτισμός, τοπικά προϊόντα) καθώς έχουν «δημιουργηθεί» από τη φύση και έχουν σμιλευτεί από τους ανθρώπους ανά τους αιώνες και φυσικά τη θάλασσα (γαλάζια οικονομία) που υπήρξε μέσο διατροφής, επικοινωνίας και ανάπτυξης για τα νησιά διαχρονικά. Τα ποιοτικά προϊόντα (π.χ. ΠΟΠ, ΠΓΕ και άλλα παραδοσιακά γεωργικά προϊόντα, προϊόντα βασισμένα στον πολιτισμό) και οι υπηρεσίες (π.χ. θαλασσοθεραπεία, βιωματικός τουρισμός βασισμένος στην ταυτότητα του νησιού) δημιουργούν μια αλυσίδα αξίας χρησιμοποιώντας καλές και ασφαλείς πρώτες «ύλες» (και άυλες όπως η ιστορία ενός τόπου) και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Η μετάβαση από την ευπάθεια στην ανθεκτικότητα δεν μπορεί να ακολουθήσει την ίδια πορεία σε όλα τη νησιά, καθώς αυτά δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τα ίδια προβλήματα, θέτοντας διαφορετικούς στρατηγικούς και επιχειρησιακούς στόχους και εφαρμόζοντας δράσεις που εξυπηρετούν αυτούς τους συγκεκριμένους στόχους. Αυτό που πρέπει να παραμείνει σταθερό σε όλα τα σχέδια είναι οι αρχές της βιώσιμης νησιωτικής ανάπτυξης.

Κανένας από τους παραπάνω στόχους δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να αλλάξει ο τρόπος διακυβέρνησης. Η παρουσίαση ενός αξιόπιστου σχεδίου δράσης  απαιτεί αποφάσεις από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης. Είναι σαφές ότι το τρέχον σύστημα διακυβέρνησης, δεν έχει καλύψει τις ανάγκες των νησιών. Η λειτουργία μιας νησιωτικής Περιφέρειας, που δεν έχει ούτε περιφερειακά έργα ούτε εύκολη και γρήγορη παρουσία στα νησιά όπως συμβαίνει με μια ηπειρωτική, με τους ίδιους κανόνες και ίδιες δομές, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Η ενίσχυση των νησιωτικών δήμων για έργα και παρεμβάσεις που έχουν υποχρεωτικά το χαρακτήρα του «τοπικού» και η μετατροπή της Περιφέρειας σε προγραμματική και δομή υποστήριξης με τεχνογνωσία και καινοτομία φαίνεται ως μονόδρομος. 

(1) https://epohi.gr/articles/i-feroysa-ikanotita-ton-toyristikon-periochon/

Νερό και τουρισμός - Συνέντευξη για την Tagesspiegel

 

  • Σε ποιο βαθμό η λειψυδρία απειλεί την ομαλή διεξαγωγή της τουριστικής περιόδου; Υπάρχουν περιοχές που ήδη αντιμετωπίζουν περιορισμούς για τους τουρίστες και, αν ναι, ποιες είναι αυτές και ποιοι είναι συγκεκριμένα οι περιορισμοί;

Ηδη υπάρχουν προορισμοί που υφίστανται με μικρής ή και μεγαλύτερης διάρκειας διακοπών νερού, γεγονός που πλήττει μαζί με τους τουρίστες και τους υπόλοιπους χρήστες (κατοίκους και αγρότες). Ισως περισσότερο τους δεύτερους από τους πρώτους, αφού πολλά ξενοδοχεία και πολυτελείς ιδιωτικές τουριστικές κατοικίες χρησιμοποιούν δεξαμενές ή ιδιωτικές γεωτρήσεις, αλλά και μεταφορά νερού από ιδιωτικές γεωτρήσεις για να αντιμετωπίσουν βραχυχρόνια το πρόβλημα. Το πρόβλημα αφορά με μεγαλύτερη οξύτητα επιμέρους περιοχές νησιών, (συνήθως εκτός οικισμού) όπου υπάρχει και πρόβλημα ανεπάρκειας του δικτύου για να καλύψει τη συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση λόγω της ασχεδίαστης προσθήκης, συχνά πολλών εκατοντάδων, κλινών (πχ. νότια Ρόδος). Σε νησιά με γενικευμένο πρόβλημα (αρχικά λόγω ανεπαρκούς υδροφόρου ορίζοντα πχ. Σύρος, Σίφνος, είτε λόγω της αύξησης της κατανάλωσης από κατοίκους και επισκέπτες) έχουν εγκατασταθεί, με τη πάροδο του χρόνου, αφαλατώσεις για να αντικατασταθεί η ιδιαίτερα κοστοβόρα μεταφορά νερού με υδροφόρες. Το οξυμένο πρόβλημα που παρουσιάστηκε από τη ξηρασία των τελευταίων χρόνων αντιμετωπίστηκε με προσωρινή εγκατάσταση δεκάδων αφαλατώσεων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Οι περιορισμοί που συνήθως τίθενται είναι είτε γενικοί (περί σπατάλης νερού) είτε ειδικότεροι (πχ. απαγόρευση γεμίσματος πισίνων, περιορισμός ποτίσματος κήπων), σπάνια συνοδεύονται και από αντίστοιχες ποινές για μη συμμόρφωση. 

 

·         Ποιες συγκεκριμένες περιοριστικές παρεμβάσεις πρέπει να αναμένουν οι τουρίστες τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες – για παράδειγμα, σε πισίνες, ντους, άρδευση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων; Μπορεί η κατανομή νερού κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου να επηρεάσει τόσο πολύ την ταξιδιωτική εμπειρία, ώστε η Ελλάδα να χάσει την ελκυστικότητά της ως προορισμός διακοπών;

Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα οι τουρίστες αντιμετωπίζουν πρόβλημα μόνο λόγω διακοπών νερού, ενώ σπάνια υπάρχει συνολικότερη καμπάνια που θα τους παροτρύνει για περιορισμένη χρήση νερού. Επίσης επηρεάζονται από την υποχρέωση να αγοράζουν εμφιαλωμένο νερό γιατί το νερό της βρύσης δεν είναι ή υπάρχει η αντίληψη και ο φόβος ότι είναι πόσιμο. Σπάνια οι δήμοι έχουν προχωρήσει στην υποχρέωση δημόσιας πιστοποίησης της ποιότητας του νερού και στη κατασκευή δημόσιων βρυσών όπως απαιτεί πλέον η νομοθεσία. Το ευρύτερο πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με περιοριστικές παρεμβάσεις (που μπορεί να είναι ένα πυροσβεστικό μέτρο σε ώρα κρίσης), αλλά με ολοκληρωμένο μακροχρόνιο σχέδιο που καλείται να δει τόσο τα θέματα προσφοράς νερού, όσο και αυτά της ζήτησης μέσα στα όρια της φέρουσας ικανότητας των τόπων. Αν συνεχιστεί η ξηρασία ως σύμπτωμα της κλιματικής αλλαγής παράλληλα με υψηλές θερμοκρασίες, πυρκαγιές κλπ θα καταστήσει γενικότερα τη μεσογειακή λεκάνη έναν λιγότερο ελκυστικό προορισμό.  

 

  •  Είναι επαρκείς τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση – όπως πισίνες με θαλασσινό νερό, εγκαταστάσεις αφαλάτωσης και τέλη κρουαζιέρας – για να σταθεροποιήσουν τον τουριστικό τομέα βραχυπρόθεσμα; Ποια μακροπρόθεσμα μέτρα είναι απαραίτητα για να καταστεί η Ελλάδα ανθεκτική στον τουρισμό σε μελλοντικές καυτές καλοκαιρινές περιόδους και ξηρασίες;

Για ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα, τα κυβερνητικά μέτρα είναι ασπιρίνες για βραχυχρόνια χρήση και όχι για μακροχρόνια αντιμετώπιση του. Αλλωστε η κυβερνητική πολιτική για σύνδεση της ποιότητας του τουρισμού με τη πολυτέλεια και κατά συνέπεια τη χρήση υπερβολικών ποσοτήτων πόρων (μεταξύ αυτών και νερού) ανά διανυκτέρευση, είναι μη βιώσιμη στρατηγική. Το φαινόμενο αυτό λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις στον νησιωτικό χώρο όπου το πρότυπο που προωθείται -με ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις- είναι η ανεξέλεγκτη αύξηση της προσφοράς κλινών με πισίνα ανά δωμάτιο και τεράστιες κεντρικές πισίνες πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, ενώ συχνά χρησιμοποιείται ακατάλληλη βλάστηση με υψηλές ανάγκες σε νερό. Επομένως η αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου (12ος μεταξύ των Παγκόσμιων Στόχων Βιωσιμότητας) είναι αναγκαία. Και αυτό απαιτεί να δει κανείς το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση και να το αντιμετωπίσει με τον ανάλογο σχεδιασμό και συγκεκριμένα μέτρα, που εφόσον αλλάζουν συνήθειες θα είναι επώδυνα (πχ. κατάργηση πισίνων).

 

  •  Τι πρέπει να αναμένουν οι τουρίστες στο μέλλον; Πώς μπορούν οι πολίτες και οι τουρίστες να αντιμετωπίσουν την έλλειψη νερού;

 H έλλειψη νερού δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα του τουρισμού όσο και αν, ειδικά στα νησιά, συνδέεται με τον τουρισμό μια και αυξάνει τη ζήτηση νερού στη περίοδο της ξηρασίας. Είναι πρώτα θέμα ποιότητας και κόστους ζωής και ευρύτερα θέμα επιβίωσης. Η κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών με τεχνητά μέσα (αφαλάτωση, μεταφορά νερού, νερό σε μπουκάλια), έχει υψηλό οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος και δεν αντιμετωπίζει την έλλειψη νερού ούτε για την αγρο-κτηνοτροφική δραστηριότητα, αλλά ούτε και για την ίδια τη φύση που έχει ανάγκη από νερό για να διατηρήσει χλωρίδα και πανίδα. Αν και για τη προσφορά νερού υπεύθυνη είναι η πολιτεία και η αυτοδιοίκηση που πρέπει να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις υπάρχουσες ποσότητες (μείωση των απωλειών από το δίκτυο, καλύτερη αξιοποίηση των επιφανειακών νερών και ανακύκλωση γκρίζου νερού, στενή επίβλεψη της χρήσης των γεωτρήσεων για να μην υπάρξουν προβλήματα υποβάθμισης στάθμης νερού και τελικά υφαλμύρινσης), αγρότες (που παραμένουν οι μεγαλύτεροι καταναλωτές), πολίτες και κάτοικοι πρέπει να αλλάξουμε τις συνήθειες μας και να τις προσαρμόσουμε στη νέα κατάσταση που βιώνουμε, ειδικά στη τέως εύκρατη ζώνη. Ειδικά σε ότι αφορά στους τουρίστες, η κατανάλωση τους πρέπει να μειωθεί κατά το ήμισυ στα επίπεδα της κατανάλωσης του τοπικού πληθυσμού.

 

Πόσα νέα σπίτια και πόσους τουρίστες αντέχουν ακόμα τα νησιά; Μια επιστημονική προσέγγιση - Ντίνα Καράτζιου - Lifo (1)

 Πόσα νέα σπίτια και πόσους τουρίστες αντέχουν ακόμα τα νησιά; Μια επιστημονική προσέγγιση

Ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών σε έναν προορισμό αποτελεί τη μέγιστη παραγωγική δυνατότητα του τουρισμού, δηλαδή τον μέγιστο αριθμό διανυκτερεύσεων που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι κλίνες αυτές μπορεί να ανήκουν τόσο σε επίσημες τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια και campings) όσο και σε ιδιωτικές κατοικίες. Σε ότι αφορά στις τελευταίες, ένα τμήμα τους πλέον προσφέρεται επίσημα για ενοικίαση μέσα από τις σχετικές πλατφόρμες, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κενών κατά την απογραφή κατοικιών είτε ενοικιάζονται, είτε χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες τους ως παραθεριστικές κατοικίες.  

Ο υπερτουρισμός καταγράφει την δυσφορία των κατοίκων για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους ή/και των επισκεπτών για την υποβάθμιση της εμπειρίας τους. Αφορά δηλαδή στην αντίληψη που τους δημιουργείται ότι η καθημερινότητα τους στον συγκεκριμένο προορισμό (όπως αποτυπώνεται στο κυκλοφοριακό, στο θόρυβο, στη κίνηση στη πόλη, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στις δημόσιες υπηρεσίες και στους δημόσιους χώρους όπως οι παραλίες, στη δυνατότητα εύρεσης κατοικίας, στην ακρίβεια, στη λειτουργία των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, στη διαχείριση στερεών αποβλήτων κλπ) έχει χειροτερεύσει.

Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε το Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης κατά τη διάρκεια διαβουλεύσεων που υλοποίησε στη διετία 2024-25 σε όλα τα νησιά του Ιονίου και σε μερικά νησιά του Αιγαίου (Κω, Τήνο, Πάρο, Σέριφο). Ενδιαφέρον έχει ότι πολλοί συμμετέχοντες επεσήμαναν ότι η ζωή τους γίνεται κάθε χρόνο και πιο ανυπόφορη: από τους ξέφρενους ρυθμούς και τα προβλήματα του καλοκαιριού, περνάνε στη χειμέρια νάρκη.

Με πρόσφατη ανακοίνωση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Στατιστικής τα νησιά της Περιφέρειας του Νοτίου Αιγαίου (ΠΝΑ) και αυτά του Ιονίου (ΠΙΝ) βρίσκονται στις δύο πρώτες θέσεις των κορεσμένων περιοχών της Ευρώπης με 117 και 98 διανυκτερεύσεις ανά κάτοικο. Σύμφωνα με την Εκθεση του Ελληνικού Τουρισμού του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου για το 2023 τα πραγματικά στοιχεία, που συμπεριλαμβάνουν τις καταγεγραμμένες διανυκτερεύσεις σε όλες τις κατηγορίες καταλυμάτων, επαγγελματικών και ιδιωτικών, είναι υψηλότερα: 126 για την ΠΝΑ και 105 για την ΠΙΝ, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις που συμπεριλαμβάνουν και τις μη δηλωμένες διανυκτερεύσεις που όμως αποτυπώνονται στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, κυρίως σε ιδιωτικά καταλύματα, η αναλογία ανέρχεται σε 181 και 149 διανυκτερεύσεις ανά κάτοικο αντίστοιχα. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 2018 έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον υπερτουρισμό κατέτασσε τις δύο ελληνικές περιφέρειες μαζί με τις Βαλεαρίδες μεταξύ των περιφερειών της Ευρώπης με υπερτουρισμό.

Ενα τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργείο Περιβάλλοντος στους μελετητές των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΤΠΣ) για την Εκτίμηση της Φέρουσας Ικανότητας (ΕΚΕΦΙ) σε ότι αφορά τον ανεκτό αριθμό επισκεπτών είναι οι τουρίστες ανά κάτοικο και το όριο στο οποίο η λήψη μέτρων είναι απαραίτητη είναι οι δύο τουρίστες ανά κάτοικο. Αν και η αναλυτική ημερήσια πληροφορία σε ότι αφορά τον αριθμό των διανυκτερεύσεων δεν υπάρχει για να διαπιστωθεί πόσες μέρες υπάρχει υπέρβαση του ορίου αυτού, το γεγονός και μόνο ότι οι συνολικές διανυκτερεύσεις δίνουν 100% πληρότητα όλων των καταλυμάτων για 2,56 και 2,39 μήνες αντίστοιχα, είναι κατανοητό ότι η υπέρβαση αυτή διαρκεί πολλές ημέρες. Με βάση τις εκτιμήσεις μας ανά νησί, το όριο αυτό υπερβαίνεται σε 60 νησιά για τουλάχιστον 30 ημέρες. Σε αυτά τα νησιά, η επέκταση της δόμησης ισοδυναμεί με επέκταση του υπερτουρισμού, αφού κάτοχοι των κλινών αυτών θα θέλουν να τις γεμίσουν και στη κορύφωση της περιόδου.

Ένα άλλο κριτήριο του Υπουργείου που αφορά τη τουριστική πίεση αποτυπώνεται με τις τουριστικές κλίνες ανά κάτοικο, που θα πρέπει να υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις επαγγελματικές κλίνες όσο και τις ιδιωτικές. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι  38 νησιά βρίσκονται ήδη πάνω από το όριο λήψης μέτρων έχοντας περισσότερες από 3 κλίνες ανά κάτοικο, ενώ άλλα 30 έχουν από 1 ως 3 κλίνες ανά κάτοικο και θεωρούνται ως έχοντα μεγάλη τουριστική ανάπτυξη. Δηλαδή, 60 από τα 80 κατοικημένα νησιά με περισσότερους από 100 κατοίκους έχουν πρόβλημα.

Ποιος είναι ο κίνδυνος αν συνεχίσει η πολιτική “business as usual” με αύξηση των κλινών και γενικότερα της παρουσίας περισσότερων τουριστών στους προορισμούς όπως αποτυπώθηκε στο σχέδιο του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου του Τουρισμού και στις προτάσεις των μελετητών των ΤΠΣ; Ο προορισμός να πάψει να είναι ελκυστικός και αυτό να καταγραφεί μεσο-μακροπρόθεσμα σε μείωση των ωφελειών των άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενων στον τουρισμό, αλλά και αρνητική συμπεριφορά των κατοίκων προς τους επισκέπτες, όπως ήδη έχει καταγραφεί σε πολλές πόλεις και νησιά, ανά τον κόσμο και στην Ελλάδα με το κίνημα των παραλιών.      

Η ψυχολογική (αντιληπτική) διάσταση που καταγράφεται άμεσα μέσω ερωτηματολογίων και έμμεσα από τις αυξανόμενες διαμαρτυρίες των κατοίκων κατά των τουριστών, συμπληρώνει τη προσέγγιση της φέρουσας ικανότητας ενός τόπου όπως αποτυπώνεται από την οικονομική, τη κοινωνική, τη φυσική και τη περιβαλλοντική διάσταση όπου με δεδομένα επιχειρείται να προσδιοριστεί το μέγιστο αποτύπωμα που μπορεί να έχει ο τουρισμός χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα στην ανθεκτικότητα (βιωσιμότητα) του προορισμού.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται συνήθως στην αντοχή του περιβάλλοντος και κατά πόσο ένα νησί – που εξ ορισμού διαθέτει περιορισμένους φυσικούς πόρους- διατηρεί τους ελάχιστους φυσικούς πόρους που είναι απαραίτητοι όχι απλά για την σε βάθος χρόνου υποστήριξη της ζωής κατοίκων, των δραστηριοτήτων τους και των επισκεπτών αλλά και συνολικά ένα υγιές οικοσύστημα. Επομένως οι εμπλεκόμενοι φορείς οφείλουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα παροχής οικοσυστημικών  λειτουργιών, προϊόντων και υπηρεσιών όπως είναι η παροχή καθαρού αέρα και ρύθμισης της θερμοκρασίας του αέρα, καθαρού νερού, τροφής μέσα από τη λειτουργία του εδάφους και των επικονιαστών, πολιτιστικές και αισθητικές υπηρεσίες (πχ. ένα «όμορφο» τοπίο, μια λίμνη), θάλασσα καθαρή και πλούσια σε είδη. Την ισορροπία του οικοσυστήματος βάζουν σε κίνδυνο τόσο η επέκταση της δόμησης - που έχει άμεσο αποτέλεσμα στη σφράγιση (τσιμεντοποίηση) του εδάφους και στην αλλαγή των τοπίων και έμμεσο στη μείωση της βιοποικιλότητας, στην μείωση των διαθέσιμων νερών και στην αύξηση του κινδύνου πλημμύρας,- όσο και η κατανάλωση πόρων και παραγωγή αποβλήτων από τους επισκέπτες που εξαντλούν τους πόρους και επιβαρύνουν τους αποδέκτες (πχ. με υγρά και στερεά απόβλητα). Να υπογραμμιστεί εδώ ότι αυτή η πίεση προστίθεται σε αυτή των μονίμων κατοίκων και των εκτός τουρισμού δραστηριοτήτων τους.

Οι τεχνικές λύσεις όπως πχ. είναι η παραγωγή αφαλατωμένου νερού για να υποκαταστήσει την έλλειψη πόσιμου νερού και η χρήση τεχνητού δροσισμού (air condition) για να υποκαταστήσει τον φυσικό δροσισμό που προκαλεί δωρεάν η φύση, αποτελούν συχνά τη προτεινόμενη επιλογή παρά τα υψηλά ενεργειακά κόστη και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν, πέρα από το κόστος της αρχικής επένδυσης. Όμως, τα τοπία και η βιοποικιλότητα, παρά το γεγονός ότι προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις ενώ ταυτόχρονα αποτελούν σημαντικά στοιχεία ελκυστικότητας των προορισμών, υποβαθμίζονται για πάντα. Η αύξηση και διάχυση της ηχορύπανσης και της φωτορύπανσης ελάχιστους απασχολούν (το μόνο γνωστό παράδειγμα στην Ελλάδα είναι οι περιορισμοί στη προστατευόμενη παραλία ωοτοκίας της caretta-caretta στο Λαγανά Ζακύνθου) παρά το γεγονός ότι έχουν συμπεριληφθεί στα κριτήρια βιωσιμότητας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού.

Η φυσική φέρουσα ικανότητα λαμβάνει υπόψη τους φυσικούς περιορισμούς όπως τη διαθεσιμότητα χώρου, την επάρκεια των γενικού χαρακτήρα υποδομών αλλά και την επάρκεια των πόρων. Συνήθως εκεί εστιάζονται οι «επιθέσεις» όσων υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει υπερτουρισμός, αλλά έλλειψη υποδομών: πχ. αρκετοί και μεγάλοι δρόμοι για να δέχονται τα όλο και περισσότερα και μεγαλύτερα αυτοκίνητα (φορτηγά) αλλά και χώροι στάθμευσης, μεγαλύτερα λιμάνια και αεροδρόμια, καλύτερες υποδομές παραγωγής και διανομής ενέργειας, καλύτερα και μεγαλύτερης χωρητικότητας δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, καλύτερο σύστημα συλλογής και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, καλύτερες υποδομές και περισσότερο προσωπικό στις δομές υγείας, μεγαλύτερες πλατείες αλλά και …..μεγαλύτερες παραλίες ώστε η μεγαλύτερη πίεση που προέρχεται από τους αυξανόμενους επισκέπτες να μπορεί να εξυπηρετηθεί. Σε ότι αφορά στις παραλίες, είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν μπορούν να «μεγαλώσουν», αλλά αντίθετα μικραίνουν τόσο από τις παρεμβάσεις στο χερσαίο χώρο (δρόμοι, καταστήματα), όσο και από τη διάβρωση, ενώ αλλοιώνονται και υποβαθμίζονται από την υπερβολική χρήση. Όμως και η επέκταση των υποδομών εκτός από τα χρήματα που απαιτούν για να κατασκευαστούν και να συντηρηθούν, χρειάζονται χώρο που θα καταναλώσουν από τη θάλασσα (μπαζώματα για λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμους), από τα φυσικά οικοσυστήματα και τα τοπία (επέκταση δομημένου περιβάλλοντος), από τους παραδοσιακούς και μη οικισμούς, από τα μνημεία που είτε καταστρέφονται (Βυζαντινά μνημεία από το μετρό της Θεσσαλονίκης, παλαιοανακτορικός πύργος στο Καστέλι για τη κατασκευή του νέου αεροδρομίου Ηρακλείου κλπ), είτε χάνουν σημαντικό ζωτικό χώρο και υποβαθμίζονται.

Η οικονομική και κοινωνική φέρουσα ικανότητα «μεταφράζεται» ως απείρως ελαστική όσο αυξάνονται το παραγόμενο προϊόν, τα έσοδα και η απασχόληση, που «βαφτίζονται» ανάπτυξη ενώ αποτελούν μεγέθυνση, αφού μια επιπλέον διανυκτέρευση απαιτεί περισσότερο χώρο και περισσότερους πόρους. Όμως από το παρελθόν γνωρίζουμε ότι η απόλυτη επικράτηση δραστηριοτήτων χαμηλής τεχνολογικής ενσωμάτωσης και προστιθέμενης αξίας που χρησιμοποιούν ανειδίκευτο ή χαμηλής ειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό, όπως είναι ο συμβατικός τουρισμός, αυξάνει την ευαλωτότητα  των περιοχών και ο κίνδυνος κατάρρευσης τους μόλις οι πόροι εξαντληθούν ή το παραγόμενο προϊόν κάνει τον κύκλο ζωής του είναι μεγάλος.

Στα ελληνικά νησιά τα ποσοστά εξάρτησης από τις δραστηριότητες διανυκτέρευσης και εστίασης ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο της χώρας που κινείται γύρω από 8% σε ότι αφορά το τζίρο που σε ορισμένα από αυτά ξεπερνά το 50%. Αντίστοιχα, υψηλότερο είναι και το ποσοστό απασχόλησης.

Ταυτόχρονα, η αλλαγή του μοντέλου τουριστικής μεγέθυνσης που αξιοποιεί τη «νομοθεσία της κρίσης» με την εκποίηση δημόσιων ακινήτων, τη προώθηση σύνθετων καταλυμάτων, στρατηγικών επενδύσεων και ιδιωτικών πολεοδομήσεων αλλάζει τόσο τη κλίμακα όσο και τους παίκτες του τουρισμού. Το μεγάλο και διεθνές κεφάλαιο του real estate, των τραπεζών, της ναυτιλίας και των κερδοσκοπικών ταμείων που στοχεύει σε μεγάλες υπερπολυτελείς κατασκευές και ιδιωτικές πισίνες που εστιάζουν αποκλειστικά στη γρήγορη επιστροφή των επενδεδυμένων κεφαλαίων και υψηλά κέρδη (οικονομική βιωσιμότητα επενδύσεων) παρά το αφήγημα περί βιωσιμότητας που συνοδεύει διαφημιστικά τις επενδύσεις αυτές.

Η μεγέθυνση αυτή έφερε την ανάγκη για περισσότερα χαμηλής ή μεσαίας κατάρτισης χέρια  τη στιγμή που οι χειρότερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας που επικράτησαν κατά τις πολλαπλές κρίσεις της προηγούμενης δεκαπενταετίας, δημιούργησαν ένα κενό, κατά την εκτίμηση της αγοράς, εκατό χιλιάδων απασχολούμενων. Αυτό το κενό προσπαθούν οι φορείς του τουρισμού να καλύψουν είτε με την νόμιμη υπερεργασία που πρόσφατα επεκτάθηκε στο 13άωρο και εισαγωγή ανειδίκευτου δυναμικού από χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Η υιοθέτηση της προσέγγισης ότι τα νησιά είναι χώροι κερδοσκοπικών επενδύσεων και όχι τόποι ζωής δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από την όξυνση των όσων περιεγράφηκαν παραπάνω.

Για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα θα πρέπει οι ασχολούμενοι με τον τουρισμό αλλά και γενικότερα με τον τοπικό σχεδιασμό των νησιών τουλάχιστον να ανακόψουν την αύξηση των διανυκτερεύσεων και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να μειώσουν το αποτύπωμα και τις συνέπειες τους. Η επίτευξη αυτού του στόχου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με το «πάγωμα» του αριθμού των κλινών σε όλους τους τύπους των καταλυμάτων, επαγγελματικών και ιδιωτικών, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να πετύχουν καλύτερη διασπορά των τουριστών μέσα στο εξάμηνο που διαρκεί η τουριστική περίοδος (δηλαδή που οι τουριστικές επιχειρήσεις λειτουργούν) σε σημαντικό αριθμό νησιών. Στους προορισμούς που έχουν ημερήσιους επισκέπτες που προέρχονται είτε από κρουαζιέρα είτε από ημερόπλοια, η διαχείριση θα πρέπει να επεκταθεί και στη διευθέτηση, μέχρι απαγόρευσης των ροών αυτών εφόσον το πρόβλημα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις (πχ. Σαντορίνη, Μύκονο, Σύμη κλπ).

Παράλληλα θα πρέπει να επιτευχθεί η αλλαγή του αποτυπώματος του κάθε τουρίστα μέσα από μια σειρά παρεμβάσεων που ξεκινούν από την αλλαγή του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος που πρέπει να βασίζεται στη ξεχωριστή ταυτότητα του κάθε τόπου και να φτάνουν στην «επιβολή» των κανόνων της υπεύθυνης παραγωγής και κατανάλωσης (στόχος 12 των Παγκόσμιων Στόχων Βιωσιμότητας - SDGs) καθιερώνοντας σχήματα υπεύθυνων τουριστικών επιχειρήσεων και τουριστών.

Σε παγκόσμιο επίπεδο η υιοθέτηση αυτών των αρχών θα επανέφερε τον τουρισμό στις απαρχές του: αργός τουρισμός με μεγαλύτερη σε διάρκεια και «ηπιότερη» σε συμπεριφορά παραμονή στον προορισμό και λιγότερα ταξίδια τον χρόνο για όλους. Ποιος είπε ότι το business as usual είναι βιώσιμο; Όχι πάντως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού


(1) https://www.lifo.gr/podcasts/originals/posa-nea-spitia-kai-posoys-toyristes-antehoyn-akoma-ta-nisia

Είναι βιώσιμη η τουριστική μεγέθυνση; Αξιολόγηση της κατάστασης και εναλλακτικά σενάρια[1]

 

Το πόσοι τουρίστες θα έρθουν και φέτος, αφού  ήδη το 2024 να έχει ξεπεραστεί το φράγμα των 40 εκ αφίξεων, πόσα είναι τα καινούργια ξενοδοχεία και μάλιστα σε μονάδες πολυτελείας από τα διεθνή brand αλλά και κατά πόσο θα σπάσει το ρεκόρ συνολικών εισπράξεων κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση από τους οπαδούς της χωρίς όριο τουριστικής μεγέθυνσης, που βλέπουν στον τουρισμό την ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Η παράλληλη συζήτηση που γίνεται ότι λείπουν πάνω από 100 χιλιάδες εργαζόμενοι δεν απασχολεί, τουλάχιστον τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που έτσι κι αλλιώς τα πριν τη πανδημία χρόνια στηριζόντουσαν στους φτηνούς «εκπαιδευόμενους» εισαγόμενους από τις ανατολικές χώρες, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας.

Συμπλήρωμα της συζήτησης αυτής είναι η ανάγκη για περισσότερες υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν άμεσα ώστε να αναβαθμιστούν αεροδρόμια, λιμάνια & πλοία, δρόμοι, (ο σιδηρόδρομος έχει βγει εντελώς από τη συζήτηση), συστήματα ύδρευσης (συμπεριλαμβανόμενων και νέων αφαλατώσεων), αποχέτευσης και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, δίκτυα ενέργειας (κυρίως ΑΠΕ) και επικοινωνιών για να καλύψουν τις ανάγκες της πρόσθετης τουριστικής ζήτησης.

Το που θα βρεθούν οι οικονομικοί πόροι, κατά πόσο θα είναι ανταποδοτικά τα έργα, αλλά και κατά πόσο τα έργα και τα νέα καταλύματα θα αλλοιώσουν οριστικά το ευάλωτο τοπίο και θα υποβαθμίσουν χωρίς επιστροφή τους φυσικούς πόρους απασχολεί εδώ και χρόνια την ομάδα των «καθ’ έξιν γκρινιάρηδων» που ευτυχώς τη τελευταία περίοδο έχει διευρυνθεί λόγω της αύξησης των προβλημάτων και των αντιδράσεων των πολιτών.

Αυτοί θέτουν τα παρακάτω ερωτήματα:

              Είναι ο τουρισμός η «ατμομηχανή, η βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας;» ή υπάρχουν κρυμμένα προβλήματα (η προσέγγιση του «αόρατου βάρους» του τουρισμού). Ποια και πως τα κάνουμε εμφανή ώστε να τα διαχειριστούμε για κοινό όφελος;

              Τι εννοούμε ισχυρή τουριστική πίεση; Η έννοια του ότι ξεπερνιέται το όριο της «φέρουσας ικανότητας» και «ανθεκτικότητας» του προορισμού θα ληφθεί υπόψη;

              Οι κάτοικοι (και οι επισκέπτες) αισθάνονται τον μεγάλο αριθμό τουριστών ως «τουριστική ένταση»;  Ο υπερτουρισμός και πως αντιμετωπίζεται;

              Αλλάζει το σημερινό τουριστικό προϊόν στα νησιά μας, πως και ποιόν ωφελεί περισσότερο;

 

Η ομάδα αυτή επισημαίνει μεταξύ άλλων:

-                      Η κατά κεφαλή δαπάνη των τουριστών τη τελευταία 20ετία δεν αυξάνεται ενώ τα καταλύματα πολυτελείας έχουν ξεπεράσει το 50% του συνόλου και οι υπερπολυτελείς βίλες (ιδιόκτητες και ενοικιαζόμενες) το ίδιο.

-                      Οι μισθοί στον τουρισμό παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλοί σε σύγκριση με τους άλλους οικονομικούς κλάδους, ενώ οι συνθήκες εργασίας έχουν σαφώς χειροτερεύσει (7ημέρες στις 7, 13 + ώρες απασχόλησης)

-                      Οι διαρροές που προκαλεί η τουριστική μεγέθυνση αυξάνονται με την αύξηση των ξένων επενδύσεων, των ξένων εργαζόμενων, των εισαγωγών μέσων μεταφοράς και καυσίμων, προϊόντων και υπηρεσιών για να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες αλλά και οι κάτοικοι.

-                      Η παραγωγικότητα της εργασίας στον τουρισμό είναι ιδιαίτερα χαμηλή και δεν συμβάλει στην αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας που την κατατάσσουν στη προτελευταία θέση της ΕΕ σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία

-                      Οι επενδύσεις στην οικοδομή και ειδικά στη κατοικία – τουριστικό κατάλυμα που κυριαρχούν γιατί γεννούν υπεραξίες αλλά και μαύρο χρήμα δεν βελτιώνουν τη διάρθρωση της οικονομίας.

-                      Οι τόποι αλλοιώνονται με αστρονομική ταχύτητα με πολύπλευρες συνέπειες.

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που αφορούν τόσο τα αποτελέσματα του τουρισμού όσο και τις συνέπειες τους στους προορισμούς, οδηγούν στην ανάγκη να ξεκαθαρίσουν οι έννοιες αλλά και οι μέθοδοι για την, έστω προσεγγιστική, ποσοτικοποίηση τους.

Το συμπέρασμα του Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού - ΠΟΤ ότι ο τουρισμός προκαλεί μεγέθυνση αλλά δεν είναι σίγουρο ότι προκαλεί ανάπτυξη και σίγουρα όχι βιώσιμη ανάπτυξη, οδηγεί στην ανάγκη να ξανασυζητηθούν αυτοί οι όροι[2]. Ακόμη περισσότερο μια και οι δύο όροι (μεγέθυνση και ανάπτυξη) τείνουν, κυρίως για λόγους επικοινωνιακούς, να αντικατασταθούν από τον όρο «βιώσιμη ανάπτυξη». Η ευρύτατη και συχνά παραπλανητική χρήση του τελευταίου, έχει οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: έχει αυξήσει τους αρνητές αυτής έννοιας.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για τον ορισμό τους, αλλά πρέπει να υπογραμμί­σουμε από την αρχή ότι μεγέθυνση (growth) και ανάπτυξη (development)[3] εμπλέκουν υποχρεωτικά τόσο την ύπαρξη ή όχι ποιοτικών μεταβολών όσο και την διάσταση του χρόνου στον οποίο συμβαίνουν.

Μεγέθυνση υπάρχει όταν σημειώνεται αύξηση όλων των συντελεστών παραγωγής για να έχουμε επέκταση της κλίμακας της δραστηριότητας. Σε ότι αφορά στον τουρισμό αυτό σημαίνει ότι για να μπορούμε να έχουμε περισσότερους τουρίστες (παραγωγή περισσότερων διανυκτερεύσεων που είναι η μονάδα μέτρησης που καταγράφει την οικονομική εκροή της συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας) χρειάζεται αύξηση τουριστικών κλινών (οι κλίνες αποτυπώνουν την παραγωγική δυνατότητα της δραστηριότητας), αύξηση των εργαζόμενων, αλλά και αύξηση μεταφορικού έργου, αύξηση της κατανάλωσης γης, νερού, ενέργειας και άλλων πόρων, καθώς και αύξηση των παραγόμενων αποβλήτων (στερεά, υγρά, ατμοσφαιρική ρύπανση, ηχορύπανση και φωτορύπανση). Ανάλογη μεταβολή αναμένεται να υπάρχει τόσο στους κλάδους με τους οποίους συνδέεται ο τουρισμός (πχ. ζήτηση για τρόφιμα & ποτά, για λευκά είδη και άλλα είδη εξοπλισμού), όσο και στα μακροοικονομικά μεγέθη (ΑΕΠ, εισόδημα, επενδύσεις, απασχόληση), εφόσον οι διαρροές για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και οι διαρροές εισοδημάτων κεφαλαίου (ξένες επενδύσεις) και εργασίας (αλλοδαποί εργαζόμενοι) παραμείνουν σταθερές. Στη περίπτωση της βραχυχρόνιας αύξησης των οικονομικών μεγεθών είναι επομένως ορθότερο να χρησιμοποιείται ο όρος μεγέθυνση ή αύξηση ή επέκταση, αφού σπάνια σε τόσο μικρό διάστημα καταγράφονται ποιοτικές μεταβολές πχ. αύξηση των διαρροών λόγω εισαγωγών ή αλλαγή της συμμετοχής των οικονομικών κλάδων στη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος. Στη πράξη όμως συμβαίνει να χρησιμοποιείται σχεδόν συστηματικά ο όρος «ανάπτυξη» ανεξάρτητα χρονικού ορίζοντα[4] ή περιεχομένου της μεταβολής που περιγράφεται δημιουργώντας σχετική σύγχυση.

Ο όρος ανάπτυξη αναφέρεται πάντα σε μακροχρόνια περίοδο και περικλείει όχι απλά αύξηση μεγεθών (πχ. εισοδήματος, επενδύσεων, απασχόλησης κλπ) αλλά πρωτίστως  σε ποιοτικές μεταβολές στη δομή της οικονομίας όπως πχ. στον τρόπο παραγωγής, στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες (με προϊόντα και δραστηριότητες να εξαφανίζονται έχοντας κάνει τον κύκλο τους, άλλες να μεταβάλλονται ως προς τον τρόπο παραγωγής τους εισάγοντας καινοτομίες, νέες να εμφανί­ζονται), στη σύνθεση και στη μορφή των επενδύσεων που διαφοροποιούν τα παραγωγικά χαρακτηριστικά του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου και τη ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης του. Οι μεταβολές αυτές επιδρούν στη μεταβολή της παραγωγικότητας του κλάδου, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζουν άμεσα (πχ. ζήτηση προϊόντων ή υπηρεσιών) και έμμεσα (πχ. διάχυση καινοτομιών) το ευρύτερο τους περιβάλλον.

Το ερώτημα παραμένει αν «είναι στραβός ο τουρισμός ή στραβά αρμενίζει»[5], δηλαδή αν τα εγγενή χαρακτηριστικά του τουρισμού δεν του επιτρέπουν να έχει άλλο ρόλο από αυτόν της μεγέθυνσης ή αν ο τρόπος που αναπτύσσεται ο τουρισμός είναι υπεύθυνος για τη περιορισμένη επίδραση του. Αν είναι το πρώτο, αποτελεί στρατηγικό ατόπημα η επιμονή για συνεχή επέκταση του και οι οικονομικοί πόροι πρέπει να αξιοποιηθούν καλύτερα σε άλλους τομείς με υψηλότερο κόστος ευκαιρίας[6], ενώ αν είναι το δεύτερο, είναι αναγκαίο να υπάρξει στρατηγικό σχέδιο που να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες του τουρισμού να διαδραματίσει πλήρως το ρόλο του.

 

Τι νέο προσθέτει ο στόχος για βιώσιμη ανάπτυξη στη συζήτηση; Την ανάγκη να εκτιμήσουμε τα όρια του περιβάλλοντος και το κατά πόσο η προσπάθεια για κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη εξελίσσεται εντός αυτών. Η προσέγγιση βασίζεται στη διαπίστωση ότι οι φυσικοί πόροι, ανανεώσιμοι και μη, δεν είναι απεριόριστοι, ανεξάντλητοι και δωρεάν διαθέσιμοι, όπως υποστήριζε μέχρι τότε η νέο-κλασσική θεωρία, τόσο σε ότι αφορά στη χρήση τους ως παραγωγικοί συντελεστές όσο και ως αποθήκες και φυσικοί διαχειριστές-επεξεργαστές-αφομοιωτές των αποβλήτων της παραγωγικής διαδικασίας.

Όμως, οι ασάφειες σχετικά με τις προτεραιότητες και τους στόχους της έννοιας της «ανάπτυξης» μεταφέρθηκαν και στη «βιώσιμη ανάπτυξη»: έχουν προτεραιότητα οι οικονομικοί στόχοι σε βάρος των κοινωνικών και της διατήρησης του απαραίτητου περιβαλλοντικού κεφαλαίου ώστε να εξασφαλίζονται οι οικοσυστημικές λειτουργίες; Όχι υποχρεωτικά, αλλά εξαρτάται -όπως και στην έννοια της ανάπτυξης- από την ιδεολογική προσέγγιση που επηρεάζει τις πολιτικές.

Όπως και στη περίπτωση της έννοιας «ανάπτυξη» υπάρχει ένα φάσμα προσεγγίσεων βιωσιμότητας με διαφορετικά χαρακτηριστικά όπου:

-          Η παραγωγή και η δημιουργία περισσότερο τεχνητού κεφαλαίου έχουν απόλυτη προτεραιότητα χωρίς να είναι αναγκαία η κληροδότηση φυσικού κεφαλαίου στις επόμενες γενιές (πολύ ασθενής βιωσιμότητα). Η κατανάλωση του τελευταίου θα συνεχίζεται μέχρις ότου η τιμή του να ανεβεί τόσο πολύ ώστε πλέον να μην συμφέρει η χρήση του λόγω υψηλού κόστους.

-          Η θέσπιση ορίων στην επέκταση της οικονομίας γίνεται με βάση την ανάγκη διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου φυσικών πόρων (φυσικού κεφαλαίου) αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης με την διάχυση των οικονομικών ωφελειών σε όλους (ασθενής βιωσιμότητα). Στη προσέγγιση αυτή η λειτουργία της αγοράς τίθεται κάτω από περιορισμούς και οφείλει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της επίτευξης των στόχων της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ποιότητα ζωής) και της περιβαλλοντικής διατήρησης με τα αναγκαία ανταλλάγματα (trade-offs) μεταξύ τους.

-          Η ανάγκη για μη περεταίρω επέκταση (μεγέθυνση) της οικονομίας και του πληθυσμού είναι απαραίτητη γιατί οι επιπτώσεις που δημιουργούν έχουν τάση να υπερβούν τη διαθεσιμότητα των πόρων και την αντοχή του οικοσυστήματος (ισχυρή βιωσιμότητα). Εδώ η διατήρηση του φυσικού κεφαλαίου και των οικοσυστημικών του λειτουργιών (περιβαλλοντική ευημερία) τίθεται σε ίση βαρύτητα με την κοινωνικο-οικονομική (ανθρώπινη ευημερία).

-          Η ανάγκη για μείωση της οικονομίας και του πληθυσμού αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα, θεωρώντας ότι οι ανάγκες τους σε πόρους και η παραγωγή αποβλήτων έχουν ήδη υπερβεί την αντοχή του οικοσυστήματος με μείωση του φυσικού κεφαλαίου που δεν πρέπει να επιτρέπεται, εισάγοντας την έννοια της αποανάπτυξης (πολύ ισχυρή βιωσιμότητα). Εδώ όλα τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας πρέπει να διατηρηθούν, ως ξεχωριστές οντότητες, χωρίς να δίνεται προτεραιότητα στον άνθρωπο που θεωρείται ένα από τα είδη.

 

Για την αποτύπωση και αξιολόγηση της τουριστικής δραστηριότητας χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο τόσο για τη παρακολούθηση της εξέλιξης ερνός προορισμού όσο και σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών προορισμών καθορίζοντας ποιες είναι οι βασικοί παράμετροι που αποτυπώνουν με το καλύτερο τρόπο[7]:

-          τη παραγωγική δυνατότητα και τη πραγματική παραγωγή τουριστικών υπηρεσιών (κλίνες και διανυκτερεύσεις αντίστοιχα) και άλλα χαρακτηριστικά (μέση διάρκεια παραμονής, εποχικότητα, πληρότητα) που επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

-          το άμεσο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτέλεσμα (αποτύπωμα) του τουρισμού τόσο συνολικά (πχ. σύνολο κατανάλωσης νερού) όσο και την απόδοση του (πχ. κατανάλωση ανά διανυκτέρευση)

-          την επίδραση του αποτυπώματος του τουρισμού (έμμεσες συνέπειες) σε όλες τις διαστάσεις της βιωσιμότητας του προορισμού (πχ. ποσοστό τουριστικής παραγωγής και απασχόλησης στο σύνολο του ΑΕΠ, ποσοστό της κατανάλωσης νερού από τον τουρισμό και επάρκεια νερού στον προορισμό).

 

 

Η καινοτομία της προσέγγισης αυτής σε σχέση με τη τρέχουσα βιβλιογραφία είναι η αξιολόγηση του τουρισμού σε δύο στάδια: πρώτα των άμεσων αποτελεσμάτων του και στη συνέχεια της επίδρασης του στον προορισμό[8]. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η σφαιρική αντίληψη τόσο για τη πίεση της δραστηριότητας με βάση το αποτύπωμα που αφήνει, όσο και την κατάσταση του προορισμού κάτω από την πρόσθετη – ταυτόχρονα με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες του τόπου - επίδραση του τουριστικού αποτυπώματος, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση. Αυτή η προσέγγιση βοηθά τον εντοπισμό των προβλημάτων πχ. μεταξύ έλλειψης ή υψηλής εποχικότητας επισκεπτών, χαμηλής ημερήσιας δαπάνης ή υψηλών διαρροών εκτός της οικονομίας ώστε να ληφθούν τα πλέον αποτελεσματικά για τη περίπτωση μέτρα πολιτικής στο να συμβάλουν περισσότερο στην ανάπτυξη και στο να είναι βιώσιμη.

Με βάση τη προσέγγιση αυτή ακολουθεί μια συνοπτική αποτύπωση ορισμένων σημαντικών μεγεθών σε ότι αφορά την απόδοση του τουρισμού από την Εκθεση του Παρατηρητηρίου για το 2023 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/ekthesis_meletes/ektheseis/), καθώς και από την υπό έκδοση μελέτη του ΚΕΠΕ με τίτλο «Η Συνεισφορά του Τουρισμού στη Ελληνική Οικονομία».

Η αύξηση του συνολικού αριθμού των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων κυρίως των αλλοδαπών τουριστών έχει συμβάλει όπως είναι αναμενόμενο στην αύξηση των συνολικών εσόδων, αν και με μικρότερους ρυθμούς λόγω της σημαντικής μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής στη χώρα από 10,66 ημέρες το 2005 σε 6,55 το 2023.

Όμως τα συνολικά μεγέθη υποκρύπτουν μια αρνητική εξέλιξη που αφορά στην ημερήσια δαπάνη: από το 2005 μέχρι το 2022 κυμαινόταν από 68 μέχρι 80€ σε τρέχουσες τιμές (μόνο το 2023 ανέβηκε στα 87,2€) που όμως σε σταθερές τιμές 2020 έχουν μειωθεί από περισσότερα των 80€ προ κρίσης σε 72,3 το 2022 και 75,9 το 2023 (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: Μέση Ημερήσια Δαπάνη (ΜΗΔ) σε τρέχουσες και σταθερές τιμές (2005-2023)

Πηγή Τράπεζα της Ελλάδας, Επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

 

Την ίδια περίοδο οι κλίνες σε ξενοδοχεία 5* έχουν πολλαπλασιαστεί με αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύουν το 25% των συνολικών κλινών σε αντίθεση με το 9% του 2006 (Διάγραμμα 2). Κατά συνέπεια η αύξηση της «πολυτέλειας» (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και ο ταχύτατα αυξανόμενος αριθμός ιδιωτικών βιλών πολυτελείας) δεν αποτυπώνεται στο οικονομικό αποτέλεσμα, όπως αυτό διαπιστώνεται και από μελέτες απόδοσης των ξενοδοχείων.

   

 

 

Διάγραμμα 2: Μεταβολή % ξενοδοχειακών κλινών ανά κατηγορία 2006 & 2023

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

Η υψηλή εποχικότητα και η χαμηλή πληρότητα των μονάδων είναι άλλα δύο στοιχεία που έχουν αρνητική επίπτωση στα οικονομικά των τουριστικών επιχειρήσεων. Αυτό οφείλεται κύρια στο κυρίαρχο τουριστικό προϊόν της χώρας που είναι αυτό των 3S (Ηλιου-Θάλασσας- Παραλίας), με αποτέλεσμα σε πολλούς προορισμούς, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων λειτουργεί για έξι μήνες (Πάσχα-Οκτώβριος), το 75% της κίνησης περιορίζεται σε 45 ή και λιγότερες ημέρες. Από τους προορισμούς αυτούς εξαιρούνται οι προορισμοί που έχουν μεγάλη εξάρτηση από Τour Οperators (ΤΟ) και πτήσεις charter που έχουν καλύτερη κατανομή επισκεπτών στο εξάμηνο αυτό . 

Ο ελληνικός τουρισμός βασίζεται κυρίως στον εισερχόμενο τουρισμό ο οποίος έχει 5πλάσιες αφίξεις και περίπου 8πλάσια δαπάνη από τον τουρισμό των ημεδαπών. Οι ημεδαποί τουρίστες -στους οποίους συνυπολογίζουμε και όσους παραθερίζουν στα ιδιόκτητα σπίτια τους- έχουν μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής και πολύ υψηλότερη εποχικότητα.

Οι τουριστικές επενδύσεις που κορυφώθηκαν τη περίοδο 2007-2009 (Διάγραμμα 3), στη συνέχεια έχουν περιοριστεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα παρά τη σημαντική αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρχει προσαρμογή των επιχειρήσεων στη νέα πραγματικότητα όπως πχ. βιωσιμότητα, προσπελασιμότητα, διαφοροποίηση προϊόντος, ψηφιοποίηση κλπ.

 

Διάγραμμα 3: Εξέλιξη κύκλου εργασιών - επενδύσεων

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ανάλυση βασικών στοιχείων των επιχειρήσεων

 

Διάγραμμα 4: Επενδύσεις ανά εργαζόμενο (2002-2021)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ανάλυση βασικών στοιχείων των επιχειρήσεων

Η μείωση της διάρκειας παραμονής (ταξιδιού) -φαινόμενο που επικρατεί παγκόσμια (fast tourism)- δεν είναι χωρίς και σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αφού, σε συνδυασμό με τα περισσότερα ταξίδια ανά άτομο, συνεπάγεται περισσότερες μετακινήσεις προς και από τους προορισμούς[9], εντονότερη προσπάθεια ώστε να επισκεφθούν οι ταξιδιώτες όσο γίνεται περισσότερα αξιοθέατα κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής τους (με συνέπεια υψηλότερο κυκλοφοριακό φόρτο στους προορισμούς, συνωστισμό και πίεση στα σημαντικότερα θέλγητρα), μεγαλύτερο κόστος στις επιχειρήσεις παροχής καταλύματος για υπηρεσίες καθαριότητας[10] κλπ.

Σε ότι αφορά στην εξέλιξη της απασχόλησης στον τουρισμό δεν ακολούθησε τη γενική τάση: δεν αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία της μεγάλης μεγέθυνσης (1995-2008) και αυξήθηκε υπερβολικά κατά τη περίοδο της κρίσης (2012-2020), σε αντίθεση με ότι έγινε στο σύνολο της οικονομίας.

Διάγραμμα 5: Εξέλιξη μισθωτών στον τουρισμό και στο σύνολο της οικονομίας (1995-2022)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ετήσιοι εθνικοί Λογαριασμοί, απασχόληση

Την ίδια περίοδο παρατηρείται ραγδαία μείωση του κόστους ανά εργαζόμενο. Αυτό προκλήθηκε κατά τη περίοδο της κρίσης κατά την οποία ο τουρισμός υπήρξε το καταφύγιο των ανέργων αφού ήταν πρακτικά ο μόνος κλάδος που ζητούσε εργαζόμενους μετά μια πρώτη περίοδο ύφεσης (2010-2012) λόγω της παγκόσμιας ύφεσης. Οι χαμηλές αμοιβές και η αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε με τη πανδημία οδήγησε -και στην Ελλάδα- σε μεγάλη έξοδο εργαζομένων από το κλάδο, αφού σε συνδυασμό με την υψηλή εποχικότητα και τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, δεν είχε (πλέον) κάποιος εργαζόμενος ικανοποιητικές αμοιβές και μάλιστα ανάλογες των προσόντων του. Ετσι το όλο και αυξανόμενο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλά προσόντα -που είχε βρει «καταφύγιο» στον τουρισμό- έψαξε να βρει εργασία στο κλάδο ειδίκευσης του ή και συνηθέστερα στο εξωτερικό όπως δείχνουν και τα σχετικά δημογραφικά στοιχεία.

Διάγραμμα 6: Εξέλιξη αριθμού και μέσου κόστους μισθωτών

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Διάρθρωση επιχειρήσεων

 

Παρά τη γρήγορη αύξηση του τζίρου η προστιθέμενη αξία κινείται καθοδικά τόσο σε απόλυτους και κυρίως σε σχετικούς όρους, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο κλάδος, όπως λειτουργεί, έχει χαμηλή παραγωγικότητα που οφείλεται εκτός από τη φύση του κλάδου και στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού.

Χαρακτηριστικά απασχόλησης

Σύνολο οικονομίας

Υπηρεσίες καταλύματος

& εστίασης

Φύλο (Γυναίκες)

42,2%

48,6%

Εθνικότητα (Αλλοδαποί)

3,2%

8,1%

Ηλικία (> 29)

12,9%

28,6%

Επίπεδο εκπαίδευσης (<λυκείου)

51,4%

68,6%

Τύπος επαγγέλματος (επίπεδο ειδίκευσης)

49,7%

19,1%

Συνθήκες απασχόλησης

 - μερική απασχόληση

 - προσωρινή σύμβαση

 - μέσος αριθμός ωρών

 - πάνω από 48 ώρες

5,8%

7%

38

20,5%

15,9%

18,5%

42

36,8%

Από την ανάλυση των στοιχείων της Έρευνας Απασχόλησης της ΕΛΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνονται τα «δυσμενή» και μη ελκυστικά χαρακτηριστικά της τουριστικής απασχόλησης: οι γυναίκες, αλλοδαποί & νέοι εργαζόμενοι υπερεκπροσωπούνται στο κλάδο με χαμηλά προσόντα, ανειδίκευτη εργασία σε καθεστώς προσωρινότητας και πολλές ώρες εργασίας  (Πίνακας 1)

 

Πίνακας 1: Χαρακτηριστικά απασχόλησης τουρισμού (κλάδων 55-56) (2022)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ερευνα Απασχόλησης, επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

 

Σε ότι αφορά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού αυξάνεται τόσο από την αύξηση των καταλυμάτων και του αριθμού αφίξεων και διανυκτερεύσεων τουριστών (μεγέθυνση δραστηριότητας) αλλά και με την αύξηση των ξενοδοχείων πολυτελείας που έχουν, με βάση τον νόμο και τις υπηρεσίες που παρέχουν[11], υψηλότερη κατανάλωση πόρων και παραγωγή αποβλήτων. Το ίδιο αφορά και στις μεγάλες εξοχικές κατοικίες[12], που χτίζονται κυρίως εκτός οικισμού και επομένως επιβαρύνουν τον προορισμό με περισσότερες μεταφορές και κατασκευή δικτύων, ενώ επηρεάζουν αρνητικά το τοπίο και τη βιοποικιλότητα λόγω κατάτμησης των ενδιαιτημάτων από τις νέες κατασκευές.

Οι περιβαλλοντικές πιέσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες;

-          Στις μόνιμες που συνδέονται με την αστικοποίηση που προκαλεί ο τουρισμός με άμεση συνέπεια τις αλλαγές στις χρήσεις γης μέσα από τη κατασκευή τόσο των ειδικών υποδομών (καταλύματα και άλλες τουριστικές εγκαταστάσεις) όσο και των ειδικών υποδομών που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη τους (πχ. δίκτυα μεταφορών) και παραμένουν διαρκώς σε ένα τόπο

-          Στις παροδικές που συνδέονται με τη τουριστική παραγωγή (αριθμό διανυκτερεύσεων) και κατανάλωση (μέση κατανάλωση ανά διανυκτέρευση) και συνδέονται με τη κατανάλωση πόρων όπως νερό και ενέργεια αλλά και τη παραγωγή αποβλήτων όπως στερεών, υγρών, ατμοσφαιρικής ρύπανσης, θορύβου και φωτορύπανσης, που διακυμαίνονται ανάλογα με τη τουριστική περίοδο και το καταναλωτικό πρότυπο. 

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακριβής καταγραφή της κατάστασης[13], αλλά αρκετές ενδείξεις & πληροφορίες για προβλήματα όπως πχ.  έλλειψη νερού σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές με εισαγωγή νερού (πλαστικά μπουκάλια), αφαλατώσεις και  αδυναμία διαχείρισης στερεών αποβλήτων με έμφαση στα πλαστικά και άλλα υλικά μιας χρήσης.

 Ενδεικτικά οι χρήση πόρων από τον τουρισμό με βάση τη βιβλιογραφία παρέχονται στον Πίνακα 2

 

Πίνακας 2: Ενταση χρήσης πόρων στον παγκόσμιο τουρισμό - 2010

Πηγή: (Gossling & Peeters, 2015)[14]

Στις συνέπειες του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του τουρισμού αναφέρθηκε εκτενώς η πρόσφατη έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη για τον Τουρισμό[15] που εστίασε κυρίως σε θέματα όπως:

-          Η μη ολοκλήρωση του πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και η υπέρβαση των ορίων της φέρουσας ικανότητας.

-          Η εντατική δόμηση και η υποβάθμιση του δημοσίου χώρου.

-          Το αλληλοεπικαλυπτόμενο πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονο­μιάς.

-          Το ελλειμματικό πλαίσιο προστασίας των προστατευόμενων περιοχών και του τοπίου.

-          Η ολοένα αυξανόμενη πίεση στην παράκτια ζώνη.

-          Ο κίνδυνος εξάντλησης ή/και υποβάθμισης των υδάτινων πόρων.

-          Η μη ορθή διαχείριση των αποβλήτων.

-          Η ανάγκη ανάπτυξης οδικού δικτύου.

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών προϋποθέτει τόσο αλλαγές στις πολιτικές διαχείρισης των πόρων και των αποβλήτων, όσο και , κυρίως, επανεξέταση του τουριστικού μοντέλου και της επέκτασης της δραστηριότητας, έτσι ώστε από τη μια πλευρά να περιοριστεί το αποτύπωμα του στη ποιότητα ζωής των κατοίκων και στην ανθεκτικότητα των προορισμών και από την άλλη πλευρά να μειωθεί ο κίνδυνος απώλειας της βιωσιμότητας της ίδιας της δραστηριότητας μέσα από την υποβάθμιση των στοιχείων που βασίστηκε η ελκυστικότητα των προορισμών (τοπίο, παράκτια ζώνη, πολιτιστική κληρονομιά). 

Με βάση τη σύντομη παρουσίαση του αποτυπώματος που αφήνει η τουριστική δραστηριότητα και της επίδρασης του επί της κατάστασης βιωσιμότητας της χώρας[16], θα πρέπει να διερευνηθούν τα μελλοντικά σενάρια που μπορεί και είναι σκόπιμο να ακολουθήσει με βάση το επιθυμητό αποτέλεσμα:

 

Σενάριο 1ο: Στόχος η συνεχιζόμενη μεγέθυνση της οικονομίας της χώρας και η επέκταση της τουριστικής δραστηριότητας καθώς και αυτής του real estate. Στο σενάριο αυτό (σενάριο πολύ ασθενούς βιωσιμότητας) που περιγράφεται ως «business as usual», το τουριστικό προϊόν παραμένει προσηλωμένο στον τουρισμό χαλάρωσης και διασκέδασης χωρίς χωροταξικούς και άλλους περιορισμούς, ενώ δίνεται έμφαση σε νέες επιχειρήσεις και υποδομές μεγάλης κλίμακας.

Είναι το μοντέλο που προωθεί το υπό συζήτηση Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο του Τουρισμού, όπου οι έννοιες του τουριστικού αποτυπώματος και των συνεπειών του επί της φέρουσας ικανότητας των προορισμών, αλλά και τα θέματα υπερτουρισμού και των επιπτώσεων τους στην ικανοποίηση των τουριστών και στη ποιότητα ζωής των κατοίκων, δεν αποτελούν κύριο μέλημα.

Η συνέχιση του μοντέλου αυτού, εκτός από το γεγονός ότι έχει προβλήματα βιωσιμότητας που αγγίζουν και την οικονομική απόδοση των τουριστικών επιχειρήσεων, θα επιτείνει και όλες τις αδυναμίες που περιγράφηκαν προηγούμενα οριστικοποιώντας τη θέση της χώρας -και ιδιαίτερα των τουριστικών περιφερειών της - σε καθεστώς “development trap[17], όπου η προσπάθεια διατήρησης μιας διαδικασίας μεγέθυνσης επιτυγχάνεται με «εξειδίκευση» σε δραστηριότητες χαμηλής καινοτομίας και εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας και της γενίκευσης της εξωτερίκευσης μέρους του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων ώστε να παραμείνουν οικονομικά βιώσιμες. Ο μαζικός τουρισμός και ο τομέας των κατασκευών προσφέρονται για μια τέτοια «στρατηγική» και οι συνέπειες τους στην οικονομία (πχ. διεύρυνση του ελλείμματος των συναλλαγών λόγω της αύξησης των ξένων επενδύσεων, χαμηλή παραγωγικότητα, εστιασμένες επενδύσεις, brain drain κλπ) θα ενταθούν.

Σενάριο 2ο: Στόχος είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό ο ελληνικός τουρισμός οφείλει να προσαρμοστεί στις αρχές της European Agenda for Tourism 2030[18] με τις αναγκαίες, σημαντικές προσαρμογές τόσο στη περιβαλλοντική όσο και στη γενικότερη αναπτυξιακή πολιτική ώστε να συμμορφωθεί στους ευρωπαϊκούς κανόνες (πχ. μείωση όγκου αποβλήτων και κυκλική οικονομία, δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, βελτίωση προσβασιμότητας, ενίσχυση ανθεκτικότητας στους εξωτερικούς κραδασμούς, βελτίωση των προσόντων των εργαζόμενων και του γενικού πληθυσμού κλπ).

Το σενάριο αυτό που εστιάζεται στη διαχείριση των υπαρχόντων, κυρίως περιβαλλοντικών προβλημάτων – μέσα από τη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης του τουρισμού-, και δευτερευόντως των κοινωνικών προβλημάτων – πχ. βελτίωση των δεξιοτήτων- (σενάριο ασθενούς βιωσιμότητας), αναμένεται να οδηγήσει στη βελτίωση συνολικά των αποδόσεων του τουρισμού αφού λαμβάνει υπόψη τα θέματα υπερτουρισμού και φέρουσας ικανότητας των προορισμών. Τέλος, θα πρέπει να αναπτυχθεί μια ολοκληρωμένη εθνική και περιφερειακές τουριστικές στρατηγικής, τόσο μεσοπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες με βάση την υπόδειξη του ΟΟΣΑ[19].

 

Σενάριο 3ο: Στόχος είναι η προσέγγιση των παγκόσμιων στόχων βιώσιμης ανάπτυξης μέσα από την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, ώστε μέσα από την αλλαγή του τουριστικού προϊόντος ώστε να στοχεύει στον τουρισμό ευεξίας για τους επισκέπτες και ευζωίας για τους κατοίκους (βάζοντας φρένο σε φαινόμενα υπερτουρισμού και υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των προορισμών), μέσα από την ανάδειξη των τοπικών πολιτιστικών, περιβαλλοντικών και παραγωγικών πόρων για τη παραγωγή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας στη παραγωγή των οποίων θα χρησιμοποιείται εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Στο πλαίσιο του σεναρίου αυτού προτείνεται η πλήρης μεταρρύθμιση / ανατροπή της λειτουργίας της τουριστικής οικονομίας με κύριο στόχο τη προσέγγιση των Παγκόσμιων Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Προτείνεται να περιλαμβάνει:

- βελτίωση του αποτυπώματος του τουρισμού μέσα από ανατροπές στο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο (πχ. λιγότερα αλλά μεγαλύτερης διάρκειας ταξίδια για τη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος των μετακινήσεων, μείωση του διαθέσιμου χώρου ανά άτομο για μείωση του αποτυπώματος στη γη, μείωση της κατανάλωσης νερού ανά διανυκτέρευση, μείωση της καταναλισκόμενης ενέργειας και της παραγωγής κάθε είδους αποβλήτων κ.λπ.) .

 - τον σταδιακό μετασχηματισμό του «μαζικού» τουρισμού «ήλιου και θάλασσας» σε τουρισμό «ευεξίας» για τους επισκέπτες, «ικανοποίησης» για εργαζόμενους και επιχειρηματίες και «ευζωίας» για τους κατοίκους» αξιοποιώντας όχι μόνο το θαλασσινό νερό, αλλά και το θερμό (ιαματικές πηγές) και το γλυκό (ποτάμια και λίμνες) διασπείροντας τη τουριστική δραστηριότητα και στην ενδοχώρα, δημιουργώντας και ένα νέο brand name (πχ. Ελλάδα, η τριλογία του νερού).

- τη διατήρηση και ανάδειξη της ταυτότητας του κάθε προορισμού μέσα από παραγωγή μοναδικών «γαλαζιο-πράσινων» εμπειριών ποιότητας για όσους ενδιαφέρονται για εμπλοκή τους σε ειδικά προϊόντα με βάση τον πολιτισμό (συμπεριλαμβανόμενου και του διατροφικού) και τη φύση (συμπεριλαμβανόμενου και του δομημένου περιβάλλοντος, των αγροτικών τοπίων κλπ) που θα απασχολεί εκπαιδευμένα άτομα για τη παραγωγή τους μετακινώντας τη βάση του τουρισμού από το κατάλυμα στον προορισμό και στις δραστηριότητες.

Για να συμβούν τα παραπάνω είναι απαραίτητη η εκπόνηση Ολοκληρωμένης στρατηγικής που να περιλαμβάνει επιχειρησιακά σχέδια και δράσεις με αντικείμενο:

              Βελτίωση της διακυβέρνησης με δημιουργία Παρατηρητηρίων Tουρισμού και & DMMOs που θα αναλύουν τις εξελίξεις στον τουρισμό και θα λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις με βάση δεδομένα.

              Βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από Επιχειρήσεις με στόχο τη στροφή σε υπεύθυνη επιχειρηματικότητα με έμφαση στη ποιότητα, την τοπικότητα, τη πράσινη και ψηφιακή μετεξέλιξη – επανακατάρτιση εργοδοτών και εργαζόμενων με ανάλογη αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.

 

              Βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από Αυτοδιοίκηση και άλλους φορείς ωθώντας τους επισκέπτες του νησιού να υιοθετήσουν μια περισσότερο υπεύθυνη συμπεριφορά αλλάζοντας το καταναλωτικό τους πρότυπο

             

 

              Διαφοροποίηση του παραγόμενου τουριστικού προϊόντος με αξιοποίηση τοπικών φυσικών, πολιτιστικών και παραγωγικών πόρων & δεξιοτήτων μέσα από τη δημιουργία τοπικών Κέντρων Διήγησης της Τοπικής Ιστορίας που:

o        Θα λειτουργήσει ως χώρος υποδοχής τουριστών όπου θα μπορούν να γνωρίσουν το κάθε νησί μέσα από εποπτικό υλικό (χάρτες, απεικονίσεις, video, φωτογραφίες, μακέτες, ηλεκτρονικές διηγήσεις) των στοιχείων της χλωρίδας, της πανίδας (με έμφαση στη ζώνη Natura και στην αναγνώριση ειδών), της γεωλογίας, του τοπίου (σύνδεση με παραγωγικές δραστηριότητες), και των αρχιτεκτονικών κατασκευών (σπίτια, εκκλησίες, αγροτικά κτίσματα…), της μυθολογίας και της ιστορίας, του πολιτισμού, υλικού και άυλου (πανηγύρια, φαγητό, μουσική, τραγούδια) του νησιού.

o         θα επιτρέψει και σε όλους τους κατοίκους του νησιού  να κατανοήσουν ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία, τι αποτελεί την ταυτότητα του που πρέπει να διατηρηθούν. Και θα διατηρηθούν αν πρώτα οι ίδιοι το καταλάβουν και είναι υπερήφανοι γι’αυτά.

              Χωροταξικό σχέδιο που να αποτυπώνει τις αναπτυξιακές επιλογές

              Αλλαγή της προβολής των προορισμών με rebranding ως βιώσιμων προορισμών

 

Στις έρευνες που υλοποίησε το Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης σε μια σειρά από προορισμούς της χώρας (Ιονια, Σέριφο, Τήνο)[20] κατέγραψε από τη μια πλευρά την υψηλή αποδοχή του τουρισμού ως παράγοντα που βελτιώνει τα οικονομικά των κατοίκων[21] και από την άλλη προβλήματα που συνδέονται με τη ποιότητα ζωής εξ αιτίας φαινομένων υπερτουρισμού και υπέρβασης φέρουσας ικανότητας που αποτυπώνονται με την έλλειψη νερού, κυκλοφοριακά προβλήματα, θόρυβο, αδυναμία πρόσβασης σε παραλίες κλπ. Στο ερώτημα περί βιωσιμότητας του προορισμού ο μέσος όρος των απαντήσεων κυμάνθηκε γύρω από 5 με βαθμολογίες μεταξύ 0 και 10 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/).

 

Επίλογος

Το θέμα της βιωσιμότητας του τουρισμού, αλλά και της Ελλάδας στο σύνολο της (δεδομένης της σημαντικής επίδρασης που έχει ο τουρισμός) δεν είναι ένα ρητορικό ερώτημα, ούτε επιδέχεται εύκολες απαντήσεις. Συνδέεται τόσο με τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όσο και με το επικρατούν αναπτυξιακό μοντέλο που δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στα οικονομικά από ότι στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποτελέσματα (πολύ ασθενής βιωσιμότητα), παρά τις προσπάθειες που γίνονται τόσο από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρύτερη παγκόσμια κοινότητα (τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο) με την υιοθέτηση από το 1992 και μετά διαφόρων πρωτοβουλιών όπως η Συμφωνία για τη Κλιματική Αλλαγή και οι Παγκόσμιοι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Σε τοπικό επίπεδο, όπου τα προβλήματα της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας και του υπερτουρισμού έχουν αρχίσει να γίνονται αντιληπτά από τους κατοίκους αλλά και από τους εμπλεκόμενους στον τουρισμό (με υπερβάλουσα προσπάθεια για διατήρηση των οικονομικών «κεκτημένων» από επιχειρηματίες και εργαζόμενους), σχηματοποιούνται κυρίως δύο στρατόπεδα μεταξύ των άμεσα και έμμεσα ωφελούμενων από τον τουρισμό: αυτό του πρώτου σεναρίου που θεωρεί ότι οποιαδήποτε «ρυθμιστική» παρέμβαση θα ανακόψει την αύξηση των τουριστικών ροών και αυτό δεν είναι επιθυμητό γιατί ταυτίζεται με την αύξηση των δικών τους κερδών και αυτών που βλέπουν την αναγκαιότητα αλλαγών, λιγότερο ή περισσότερο ριζικών. Και αυτό της ανάγκης για μικρότερες (τουλάχιστον προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στη νομιμότητα) ή μεγαλύτερες αλλαγές όπου οι υποστηρικτές του θα ήθελαν να υπάρξει ένα άλλο, διαφορετικό μονοπάτι, αλλά επειδή δεν αντιλαμβάνονται πιο είναι αυτό, δεν μπορούν να το υποστηρίξουν και αν είναι δυνατόν να το επιβάλλουν.

Βέβαια υπάρχει και μια συνεχώς διευρυνόμενη ομάδα που αποτελείται κυρίως από ντόπιους και «ξένους» λάτρεις των τόπων όπως τους γνώρισαν πριν από δεκαετίες, που αντιλαμβάνονται το πόσο ο τουρισμός έχει αλλοιώσει τη ταυτότητα των τόπων που αγάπησαν, το τοπίο, τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες τους, τους ήχους και τις μυρωδιές του τόπου. Αυτοί ακόμη δυσκολότερα μπορούν να αποδεχτούν τα όσα γίνονται εδώ και κάποια χρόνια με όλο και μεγαλύτερη ένταση -κυρίως με όχημα τη δόμηση- που οδηγεί σε οριστική απώλεια της ταυτότητας των τόπων ή στη δημιουργία μιας άλλης ταυτότητας που δεν αναγνωρίζουν. Αυτοί θεωρούν το 3ο σενάριο ως το ελάχιστο που πρέπει να γίνει.

Είναι γεγονός ότι ο ευκολότερος δρόμος είναι ο πεπατημένος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οδηγεί στο καλύτερο αποτέλεσμα. Τουλάχιστον όχι σε ότι αφορά στον ελληνικό τουρισμό και στην ελληνική οικονομία γενικότερα. Όπως αποτυπώθηκε και στην εισαγωγή, ο «συμβατικός» τουρισμός προκαλεί μεγέθυνση, αλλά όχι σίγουρα ανάπτυξη. Ο ελληνικός τουρισμός κινδυνεύει σύντομα να μην παράγει ούτε μεγέθυνση αν δεν υπάρξει ένας σοβαρός και μακροχρόνιος σχεδιασμός που θα τον συνδέσει με αλυσίδες αξίας -όπως επιμένει ο ΟΟΣΑ (OECD 2020)-, μείωση των διαρροών και βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Ουδείς λόγος γίνεται για την επίτευξη μέσω του συμβατικού τουρισμού των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, η αλλαγή πλεύσης του τουρισμού μέσα από την αλλαγή του τουριστικού μοντέλου εμφανίζεται, όσο δύσκολη και αν είναι, ως μοναδική πορεία μακριά από τα βράχια.

 

Γιάννης Σπιλάνης

Ομ. Καθηγητής

Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης ( https://llid.aegean.gr/)

Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου ( http://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/)

Τμήμα Περιβάλλοντος - Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 



[1] Πολλά στοιχεία του παρόντος κειμένου έχουν αντληθεί από προηγούμενα έργα του συγγραφέα και ειδικά το «Προϋποθέσεις συμβολής του τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη: η περίπτωση της Ελλάδας» από το Μητροπούλου Α. (επ), 2015, «Ο τουρισμός στην Ελλάδα: Μετασχηματισμοί, αντιστάσεις και προοπτικές», εκδ. ΕΝΑ – Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, σ.51-88. 

[2] Στην Ελλάδα ο όρος «μεγέθυνση» έχει πρακτικά εξαφανιστεί από τον δημόσιο διάλογο και έχει, λανθασμένα, υποκατασταθεί από τον όρο «ανάπτυξη», με περισσότερο εμβληματική τη συζήτηση σχετικά με τη μεταβολή του ΑΕΠ που αποτυπώνει μεγέθυνση και μόνο.

[3] Όταν δεν υπάρχει η προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού «οικονομική» θεωρητικά δεν θα έπρεπε η ανάλυση να περιορίζεται αποκλειστικά σε οικονομικά μεγέθη όπως το ΑΕΠ, οι επενδύσεις, οι εξαγωγές, η παραγωγικότητα, η απασχόληση κλπ αλλά να αναφέρεται και σε κοινωνικές παραμέτρους όπως η κατανομή εισοδήματος, η ανεργία, το επίπεδο εκπαίδευσης κλπ, αυτό που συχνά ονομαζόταν «κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη». Παρ’ όλα αυτά η προτεραιότητα δινόταν σχεδόν πάντα στις οικονομικές παραμέτρους και κυρίως στο ΑΕΠ.

[4] Το πλέον κλασσικό παράδειγμα αφορά τη μεταβολή του ΑΕΠ, αφού ακόμη και για τριμηνιαίες περιόδους η αναφορά γίνεται για ρυθμό ανάπτυξης και όχι μεγέθυνσης.

[5] Το ίδιο ερώτημα το είχε διατυπώσει ο γράφων στη διδακτορική του διατριβή (1986) με τίτλο «Τουρισμός και περιφερειακή ανάπτυξη: η περίπτωση της Ελλάδας» όπου μετά τη διαπίστωση ότι ο τουρισμός είχε προκαλέσει μεγέθυνση στις περιοχές, ειδικά στις νησιωτικές, όπου είχε αναπτυχθεί, δεν φαινόταν να είχε δημιουργήσει θύλακες ανάπτυξης.

[6] Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, αυτό υλοποιείται ενισχύοντας τον τουρισμό τόσο με χρηματοδοτικές ενισχύσεις και ιδιαίτερα με την υπαγωγή του στις στρατηγικές επενδύσεις αλλά και περιβαλλοντικές διευκολύνσεις μέσα από εργαλεία όπως τα ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ, Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, οργανωμένες μορφή ανάπτυξης τουρισμού και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων» (ΟΜΑΤ), Σύνθετα τουριστικά Καταλύματα κλπ. Η χωρίς αξιολόγηση αύξηση της προσφοράς, ενώ μπορεί ο κλάδος να βρίσκεται σε περιοχή φθινουσών αποδόσεων, δεν αποτελεί ορθή οικονομική απόφαση.

[7] Η αρχική φιλοδοξία το πλαίσιο αυτό να περιλαμβάνει πολύ περισσότερες παραμέτρους και μεταβλητές βρήκε ως ανυπέρβλητο εμπόδιο την έλλειψη δεδομένων

[8] Η αναφορά του Bulter (Butler R., 2018, p. 5) ότι μια δραστηριότητα δεν χαρακτηρίζεται ως βιώσιμη από μόνη της αλλά σε σχέση με τον τόπο που αναπτύσσεται, επιβεβαιώνει αυτή την έλλειψη. Κατά συνέπεια ο παγκόσμιος τουρισμός θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τα παγκόσμια όρια, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά, και σε τοπικό επίπεδο να υπάρχει η ανάλογη προσέγγιση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί η πίεση που ασκεί ο τουρισμός, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα. Η κατανάλωση 350lit νερού ανά διανυκτέρευση μπορεί να θεωρηθεί ως μάλλον υψηλή ακόμη και για ζεστές χώρες, αλλά και αυτό τελικά θα αξιολογηθεί με βάση τη γενική επάρκεια νερού.

[9] Μαζί με τις μετακινήσεις εντός του προορισμού, οι μεταφορές συμβάλουν στο 75% των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου του τουρισμού που έχει συνολικά ως δραστηριότητα και κυμαίνεται γύρω στο 10% των παγκόσμιων εκπομπών

[10] Σε πολλούς ελληνικούς προορισμούς η μέση παραμονή στο κατάλυμα είναι περίπου 3 ημέρες με ότι αυτό συνεπάγεται

[11] WWF, 2005, Environmental benchmarking for hotels

[12] Με βάση δεδομένα από τη μελέτη του Εργαστηρίου στη Σέριφο, στις περιοχές αμιγούς εξοχικής κατοικίας η μέση ετήσια κατανάλωση νερού είναι από 5 έως και 15 φορές μεγαλύτερη από αυτή των οικισμών (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/serifos-2/)  

[13] Τα δεδομένα των εκθέσεων ανά λεκάνη απορροής που έχουν εκπονηθεί ως απόρροια της συμμόρφωσης της χώρας μας στη οδηγία 60/2000 περιέχουν πολλές εκτιμήσεις (https://wfdver.ypeka.gr/el/home-gr/)

[14] S.Gossling and P.Peters, Assessing tourism’s global environmental impact 1900-2050, Journal of Sustainable Tourism, 23(5)

[15] https://www.synigoros.gr/el/category/ekdoseis-ek8eseis/post/eidikh-ek8esh-2024-or-biwsimh-toyristikh-anapty3h:-plaisio-ypodomes-poroi

[16] Αναλυτικότερη αποτύπωση της τουριστικής δραστηριότητας και του αποτυπώματος της καθώς και των συνεπειών στη κατάσταση του προορισμού υπάρχει στην Εκθεση Ελληνικού Τουρισμού του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου για το 2019 και στην υπό δημοσίευση έκθεση για το 2023 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/ekthesis_meletes/ektheseis/)

[17] https://cepr.org/voxeu/columns/regional-development-trap-europe

[18] General Secretariat of the Council, European Agenda for Tourism 2030, Council conclusions adopted on 1-12-2022, 15441/22 COMPET 969 / TOUR 78 )

[19] OECD (2020), Regional Policy for Greece Post-2020, OECD Territorial Reviews, OECD Publishing, Paris, https://doi.org/10.1787/cedf09a5-en.

[20] https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/

[21] Ο τρόπος που αναπτύχθηκε ο τουρισμός παγκόσμια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα με ραχοκοκαλιά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις είχε ως αποτέλεσμα τη διάχυση των ωφελειών στις τοπικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα, λόγω της ιδιαιτερότητας της χωροθέτησης του σε νησιωτικές, παράκτιες και γενικότερα μη αναπτυγμένες περιοχές, συνέβαλε στη χωρική διάχυση των ωφελειών στην ανατροπή της τάσης φυγής κλπ (Spilanis I, 1985, Tourisme et Dévelopment Régional. Le cas de la Grèce)

Βιώσιμος τουρισμός και συμμετοχή πολιτών: Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας στην ανάπτυξη του μέλλοντος Γιώτα Μοσχοπουλίδου - DTN

Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη απαιτεί ενεργό συμμετοχή των κατοίκων, διαφάνεια στη διακυβέρνηση και συνεργασία όλων των τοπικών φορέων. ...